Του Δημήτρη Καζάκη
Ποιο ήταν το κεντρικό ζητούμενο της εκλογικής
αναμέτρησης της 17ης Ιονίου; Ήταν μια αναμέτρηση δεξιάς και
αριστεράς; Ήταν μια αναμέτρηση ανάμεσα σε μνημόνιο-αντιμνημόνιο; Ή ήταν μια
αναμέτρηση για να βγει κυβέρνηση και μάλιστα πάσει θυσία, διότι οι δανειστές,
οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι και εταίροι θα γίνουν φωτιά για να πέσουν και να μας
κάψουν;
Καταρχάς θα πρέπει να τονίσουμε ότι η
αναμέτρηση αυτή ήταν μια από τις χειρότερες, τις περισσότερο «στημένες» εκλογές
της αντιπολίτευσης. Είχαμε μια πρωτοφανή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας
από τους αποκαλούμενους φίλους, εταίρους και συμμάχους με προκλητικότατους
εκβιασμούς που έφταναν στο σημείο να ποινικοποιούν μια ενδεχόμενη παραβατική –
κατ’ αυτούς – συμπεριφορά του ελληνικού λαού. Οι ευρωκράτες και τα υπερατλαντικά
αφεντικά έκαναν καθαρό ότι η Ελλάδα είναι κτήμα τους και ότι δεν πρόκειται να
επιτρέψουν οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη, εκτός από αυτήν που θέλουν αυτοί. Η εθνική
κυριαρχία της χώρας... είναι πλέον ανέκδοτο, μετά μάλιστα από το εκλογικό
αποτέλεσμα που επέβαλαν οι εκβιασμοί και η υστερική εκστρατεία φόβου και
τρομοκρατίας του εκλογικού σώματος.
Από κοντά και το σύστημα Μέσων Μαζικής
Εξαχρείωσης που η συμβολή τους στην τρομοκράτηση του εκλογικού σώματος εμπίπτει
πια στις διατάξεις του ποινικού κώδικα. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι ζούμε σ’
ένα ευνομούμενο κράτος με δικαιοσύνη κι όχι σ’ ένα ευρωπαϊκό προτεκτοράτο με
σύστημα δικαιοσύνης που μπροστά του ωχριά το σύστημα αποικιακού δικαίου της
μεγάλων αυτοκρατοριών του 19ου και 20ου αιώνα.
Επιπλέον ο τρόπος διεξαγωγής των εκλογών και η
διαχείριση τους από τις Αρχές, προσωπικά μας δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά για
το προκύψαν εκλογικό αποτέλεσμα. Το εμφανιζόμενο «ρεύμα» υπέρ της ΝΔ δεν είχε
εκδηλωθεί στην κοινωνία μέχρι τις παραμονές της Κυριακής. Οι συγκεντρώσεις του
κ. Σαμαρά ήταν από ανεμικές, έως ανάξιες λόγου με αποκορύφωμα την δήθεν «μεγάλη
συγκέντρωση» της πλατείας Συντάγματος την Παρασκευή 15/6, που θα μπορούσε
κάλλιστα να συγκριθεί με συγκέντρωση γκρουπούσκουλου τρίτης κατηγορίας. Κι όλα
αυτά παρά την πανελλαδική κινητοποίηση του κομματικού μηχανισμού.
Επίσης τα συγκριτικά στοιχεία από
χαρακτηριστικά εκλογικά τμήματα της Α και Β Αθήνας με εξωφρενικές ανόδους των
ποσοστών υπέρ της ΝΔ, έκαναν πολύ κόσμο να αναρωτηθεί: μα καλά που ήταν όλοι
αυτοί οι ψηφοφόροι του συγκεκριμένου κόμματος. Ανάλογα ερωτηματικά υπάρχουν για
το ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ, όπως και για την Χρυσή Αυγή. Τα «παράξενα» εκλογικά
αποτελέσματα αξίζει τον κόπο να διερευνηθούν σε βάθος, στατιστικά και εκλογικά,
γιατί αυτό που ζήσαμε μπορεί να αποτελεί την μεγαλύτερη εκλογική απάτης της
μεταπολίτευσης.
Οι εκλογές υπό καθεστώς ελέγχου και
χειραγώγησης των αποτελεσμάτων από μια ιδιωτική εταιρεία, η οποία μάλιστα έχει
το προνόμιο να τα εξαγγέλλει αυτή δημοσίως, δεν παρέχει κανενός είδους εχέγγυα
για την καθαρότητα και την γνησιότητά τους. Ίσως, μάλιστα, αυτό προσπαθούν να
αποφύγουν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι υπουργοί και παραχωρούν το δικαίωμα εκφώνησης
των αποτελεσμάτων στην συγκεκριμένη εταιρεία. Σου λένε, άσε καλύτερα να τα πουν
αυτοί, παρά να έχω δημοσίως αποδεχτεί την ευθύνη για τυχόν μεθοδευμένα
αποτελέσματα, για τα οποία κάποιοι στο μέλλον μπορεί να ζητήσουν ποινικές και
άλλες ευθύνες.
Στο προσεχές μέλλον με το πολιτικό σύστημα να
σαπίζει και να καταρρέει ακόμη περισσότερο, είναι σίγουρο ότι θα προκύψουν τα
αναγκαία δεδομένα που θα μας επιτρέψουν να καταλάβουμε την έκταση της νοθείας
σ’ αυτές τις εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, ξεπερνά κατά πολύ σε έκταση το
μαγείρεμα των εκλογών του 2000, των οποίων η νοθεία αποτελεί κοινό μυστικό
ανάμεσα στα επιτελεία των κομμάτων.
Σε κάθε περίπτωση τα εκλογικά αποτελέσματα
θέτουν ένα ιδιαίτερα κρίσιμο θέμα δημοκρατίας. Ολόκληρο το εκλογικό σύστημα
είναι καθαρά καλπονοθευτικό και σχεδιασμένο έτσι για να παράγει τα πιο
χονδροειδή νόθευση της λαϊκής ψήφου. Δείτε τι έγινε. Η ΝΔ με 29,66% δημιουργεί
κυβέρνηση με το 43% των κοινοβουλευτικών εδρών. Αν όμως συμπεριλάβουμε και την
αποχή κατά 37,53% επί του εκλογικού σώματος, τότε το συγκεκριμένο κόμμα με
μόλις το 18,52% του συνόλου των εκλογέων πήρε χάρις στον εκλογικό νόμο 129
έδρες, ή το 43% του κοινοβουλίου.
Πέρα όμως από τον συγκεκριμένο τρόπο που το
εκλογικό αποτέλεσμα μεθοδεύτηκε, υπάρχει και ένα άλλο ακόμη πιο ουσιώδες
ζήτημα. Τι ακριβώς ψήφισε το εκλογικό σώμα; Υπερψήφισε το μνημόνιο και τις
μνημονιακές πολιτικές; Και βέβαια όχι. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι κανένα κόμμα,
συμπεριλαμβανομένης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δεν υποσχέθηκαν την συνέχιση της ίδιας
πολιτικής. Όλοι υποσχέθηκαν επαναδιαπραγμάτευση των συνθηκών και των όρων του
μνημονίου, αλλά και της δανειακής σύμβασης. Μάλιστα οι ηγεσίες της ΝΔ και του
ΠΑΣΟΚ έκαναν τα πάντα για να πείσουν ότι οι ίδιες είναι οι ικανότεροι
διαπραγματευτές μιας τέτοιας αλλαγής γιατί οι «εταίροι» μας τους ξέρουν και
τους εμπιστεύονται. Με άλλα λόγια πούλησαν στο εκλογικό σώμα τον δωσιλογισμό
τους ως εκδούλευση υπέρ του λαού. «Είμαστε δικοί τους, γι’ αυτό θα μπορέσουμε
να αποσπάσουμε περισσότερα,» έλεγαν και στη συνέχεια κατηγορούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ
για σκοτεινά σχέδια μονομερών ενεργειών κατά των πιστών φίλων και συμμάχων
αυτής της χώρας.
«Τα χειρότερα πέρασαν», ακούσαμε να λέει
περιχαρής ο κ. Σαμαράς το βράδυ των εκλογών. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι
ότι τα χειρότερα είναι μπροστά μας, αλλά το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό οι
ηγεσίες του σύγχρονου δωσιλογισμού καλλιέργησαν έντονες προσδοκίες ακόμη και
στους ψηφοφόρους τους. Καλλιέργησαν την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να αλλάξει το
«μίγμα πολιτικής» υπέρ του αδυνάτων και της ανάπτυξης, υπό καθεστώς μνημονίων,
δανειακών συμβάσεων και κυρίως με το ευρώ. Η ψευδαίσθηση αυτή δεν θα χρειαστεί
για να δοκιμαστεί περισσότερο από λίγες εβδομάδες και τότε θα μάθουν αυτές οι
ηγεσίες τι σημαίνει να κοροιδεύεις τόσο απροκάλυπτα τους ψηφοφόρους σου, όπως
έκανε ο Γ. Παπανδρέου με το «λεφτά υπάρχουν».
Ο κ. Σαμαράς έκανε το όνειρό του
πραγματικότητα. Έγινε πρωθυπουργός. Όμως το σίγουρο είναι ότι θα είναι ο
πρωθυπουργός με την συντομότερη θητεία της μεταπολίτευσης. Όχι μόνο γιατί ο
φόβος που έσπειρε στο εκλογικό σώμα πολύ σύντομα θα μετατραπεί σε οργή και
μένος της κοινωνίας εναντίον του, αλλά και γιατί καραδοκούν ήδη πολλοί καρχαρίες
στο ίδιο το κόμμα του.
Το ίδιο ισχύει και για τον έτερο καππαδόκη του
δωσιλογισμού, τον κ. Βενιζέλο, ο οποίος ξεφτιλίστηκε όσο κανένας άλλος
πολιτικός κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Μάλιστα την τελευταία
ιδιαίτερα εβδομάδα πριν τις 17 Ιουνίου η βουλιμική του φύση τον εξόθησε να
εκφράζει μια οργή εναντίον όλων σε τέτοιο βαθμό που ήταν φανερό ότι φοβόταν και
δικαιολογημένα την εκλογική κατάρρευση του κόμματός του. Το γεγονός ότι κάτι
τέτοιο δεν επαληθεύθηκε στον αναμενόμενο βαθμό, οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα
στον «από μηχανής Θεό» της εκλογικής μηχανικής που αναφέραμε πιο πάνω.
Το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά και η εξέλιξη της
συγκυβέρνησης κατόπιν, επιβεβαίωσαν την εκτίμηση που είχαμε κάνει από την πρώτη
εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μαίου για την ΔΗΜΑΡ. Δεν γνωρίζω που
βρήκε τους ψηφοφόρους για να «κρατήσει τα ποσοστά» της, όταν σ’ ολόκληρη την
προεκλογική περίοδο έχανε διαρκώς έδαφος, αλλά η ΔΗΜΑΡ αποδείχτηκε μέρος του
προβλήματος και κολαούζος των μνημονίων. Όλα στο όνομα του ευρώ. Προκειμένου οι
εταίροι του δωσιλογισμού να εμφανίσουν υψηλό ποσοστό εκλογικής αποδοχής,
δέχτηκαν να «κάψουν» το χαρτί της ΔΗΜΑΡ και έτσι ο κ. Κουβέλης έγινε και
επίσημα ο Καρατζαφέρης της νέας συγκυβέρνησης. Οι τρεις της νέας συγκυβέρνησης
συγκεντρώνουν μια εικονική εκλογική δύναμη της τάξης του 48,2%, που θα
χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για την επιβολή ακόμη χειρότερων επιλογών και
πολιτικών υπέρ του ευρώ και των δανειστών της χώρας, που ο κ. Κουβέλης ποτέ
βεβαίως δεν αμφισβήτησε ως προς τις «δεσμεύσεις» της χώρας έναντι τους.
Μήπως το εκλογικό σώμα ψήφισε υπέρ της
παραμονής της χώρας μέσα στο ευρώ; Αυτό είναι ένα ακόμη ερώτημα για το οποίο
έχει χυθεί ήδη πολύ μελάνι. Η συνηθέστερη απάντηση είναι, ναι. Δεν είναι όμως
έτσι τα πράγματα. Όλα τα κόμματα του ευρωραγιαδισμού εκβίασαν το εκλογικό σώμα
με ανείπωτα κακά, με μύριες απειλές και καταστροφές αν τύχει και αποφασίσει
ενάντια στο ευρώ. Ακόμη και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συνηγόρησε σ’ αυτήν την
εξωφρενική εκστρατεία. Ταυτόχρονα έκαναν το λάθος να υποσχεθούν στους εκλογείς
ότι όλα αυτά που βιώνει μέσα στο ευρώ μπορούν να αλλάξουν και μάλιστα άμεσα,
προς το καλύτερο. Την ίδια ώρα που εκ των πραγμάτων η μόνη αλλαγή που μπορεί να
υπάρξει μέσα στο ευρώ, λόγω της ιδιοσυστασίας της ΟΝΕ, είναι μόνο προς το
χειρότερο. Επομένως αυτό που ψήφισε ο κόσμος δεν ήταν υπέρ του ευρώ και της
παραμονής στην ευρωζώνη, αλλά ψήφισε να μην έχει χειρότερες περιπέτειες σαν κι
αυτές που του λένε ότι θα έχει αν τυχόν και κερδίσει την ελευθερία του. Τι θα
γίνει όταν δει ότι τα αδιέξοδα που βιώνει θα γίνουν πολύ χειρότερα; Τι θα γίνει
όταν αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να επιβιώσει με κανένα τρόπο μόνο και μονο γιατί
πρέπει να διασώζονται οι τράπεζες και οι δανειστές; Τι θα γίνει όταν δει να
μετατρέπεται η χώρα σε επίσημο ευρωπαικό προτεκτοράτο ακόμη και με
στρατιωτικοπολιτικούς όρους; Τι θα γίνει όταν δει να τεμαχίζεται η χώρα του σε
προτεκτοράτα-ειδικές οικονομικές ζώνες και να ξεπουλιούνται τα πάντα στο όνομα
της ανάπτυξης εντός του ευρώ;
Το να θέσουν στο επίκεντρο της πολιτικής και
εκλογικής αναμέτρησης το ζήτημα της παραμονής ή όχι στο ευρώ, αποτέλεσε ένα
καίριο στρατηγικό ολίσθημα εκ μέρους των δυνάμεων της νέας κατοχής, ντόπιων και
ξένων. Ήταν μια κίνηση απελπισίας. Με τον τρόπο αυτό κάθε δυσμενής εξέλιξη –
και είναι σίγουρο ότι δεν θα είναι λίγες – κάθε χτύπημα που θα δέχεται ο λαός
και η χώρα θα συνδέεται άρρηκτα με το ευρώ και την ανάγκη αποχώρησης από αυτό.
Σε κάθε βήμα από δω και πέρα, όλο και περισσότεροι θα πείθονται ότι δεν υπάρχει
καμιά ελπίδα μέσα στο ευρώ, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος εκτός από την ανάκτηση
της εθνικής κυριαρχίας της χώρας και πρώτη πράξη την αποχώρηση από την ζώνη του
ευρώ. Κανένας δεν θα μπορεί να ανακόψει αυτή την μετακίνηση των μαζών. Εκτός κι
αν ο περιορισμένος και έκφυλος κοινοβουλευτισμός που υπάρχει, μετεξελιχθεί σε
ανοιχτή δικτατορία. Για μια ακόμη φορά στην ιστορία αυτού του τόπου, οι
δανειστές, το χρέος, η χρεοκοπία και το καθεστώς εξάρτησης εισάγει την πολιτική
ζωή του τόπου σε μια περίοδο όπου θα κυριαρχεί το δίλλημα: κοινοβούλιο ή
διχτατορία;
Ωστόσο, οι εκλογές αυτές παρά την πόλωση και
τους εκβιασμούς, παρά το στημένο σκηνικό μιας δήθεν αναμέτρησης ανάμεσα στην
δεξιά και αριστερά, στο οποίο έπαιξαν και οι δυο κομματικοί δελφίνοι της
εξουσίας, ένα πολύ μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος έδειξε εξαιρετικά
αντανακλαστικά. Παρά την πεισματική άρνηση των ηγεσιών των αποκαλούμενων
αντιμνημονιακών κομμάτων να συνεργαστούν στη βάση κοινών επιδιώξεων και στόχων,
η εκλογείς τους λειτούργησαν σ’ αυτήν ακριβώς στην λογική. Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ
δεν ήταν με κανένα τρόπο κομματική ψήφος, αλλά μια ψήφος στο κόμμα που – καλώς
ή κακώς – συγκέντρωνε στην συγκεκριμένη συγκυρία την ελπίδα για μια αλλαγή προς
το καλύτερο, για μια ανακούφιση του κόσμου από τις μνημονιακές πολιτικές. Μ’
αυτό το σκεπτικό ψήφισαν οι περισσότεροι που προήλθαν από την ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, το
ΚΚΕ και από άλλού. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν κέρδισε την ψήφο τους λόγω του
αριστερού λόγου της, ούτε γιατί έπεισε ότι είναι ικανή να κάνει αυτά που
υπόσχεται, αλλά γιατί ο κόσμος ήθελε την ανατροπή των πολιτικών που βίωνε. Μ’
αυτή την έννοια η ψήφος του κόσμου στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν ψήφος μετωπική και όχι
κομματική. Ήταν ψήφος ανοχής μπροστά στο ορατό ενδεχόμενο μιας αντιμνημονιακής
κυβέρνησης, που όπως και ήταν τα πράγματα, θα ήταν μια κάποια πρόοδος σε σχέση
με τις συγκυβερνήσεις ξεπουλήματος και καταστροφής.
Βέβαια, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έκανε ότι ήταν
δυνατό για να κερδίσει την αξιωματική αντιπολίτευση. Αρνήθηκε κάθε προσπάθεια
συγκρότησης ευρείας λαϊκής σύμπραξης δυνάμεων στη βάση κοινών άμεσων στόχων,
που θα έδινε άλλη δυναμική στο εκλογικό αποτέλεσμα. Μια τέτοια σύμπραξη θα
έπειθε ακόμη κι ένα σοβαρό κομμάτι της αποχής που ψήφισε εκτός κατεστημένου
στις εκλογές της 6ης Μαΐου να ξανασυμμετάσχουν στις εκλογές. Η
ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρθηκε παρά να πάρει λευκές επιταγές υποστήριξης,
ενώ έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στην προσπάθεια να συγκεντρώσει στις γραμμές της το
ορφανό ΠΑΣΟΚ του κρατικού κορβανά. Σε καμιά φάση του προεκλογικής περιόδου δεν
έδωσε στα σοβαρά αγώνα για την διακυβέρνηση αυτού του τόπου. Στόχος της ήταν η
δεύτερη θέση, που θα μπορεί εκ του ασφαλούς να ασκεί αντιπολίτευση και
ταυτόχρονα να κρατά εγκλωβισμένη την αντιμνημονιακή δάθεση του κόσμου. Γι’ αυτό
και ο μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ γιορτάζει την επιτυχία του, την ίδια ώρα που ο
ψηφοφόροι του έχουν απογοητευθεί από την αποτυχία να υπάρξει κυβέρνηση
αντιμνημονιακών δυνάμεων.
Ο λαικομετωπικός χαρακτήρας της ψήφου θα
αναδειχθεί ακόμη περισσότερο το επόμενο διάστημα, όσο οι πολιτικές του
μνημονίου θα αγριεύουν. Όποια ηγεσία συνεχίσει να ναρκοθετεί την αυθόρμητη
διάθεση του κόσμου για την ευρύτερη δυνατή συμπράταξη δυνάμεων πέρα και πάνω
από διαχωρισμούς αριστεράς και δεξιάς στη βάση άμεσων αιτημάτων που τουλάχιστον
ανακουφίζουν τα λαικά στρώματα, τότε είναι σίγουρο ότι θα τα βρει σκουρα. Θα
συνθλιβεί κι αυτή και το κόμμα της από τον οδοστρωτήρα μιας περιόδου που δεν
ανέχεται τις συνήθεις αυταπάτες του ομαλού κοινοβουλευτικού βίου.
Από αυτή την άποψη η εκλογική ήττα του ΚΚΕ
προσφέρει πολλά διδάγματα. Στο πρόσωπο της πολιτικής που ασκεί η ηγεσία του
ηττήθηκε η λογική της ηττοπάθειας πριν καν δοθεί η μάχη, η λογική του
ιδεολογικού και πόλιτικού αναχωριτισμού, της απόρριψης κάθε έννοιας συμμαχιών
και ενδιάμεσων αιτημάτων. Όσο θα επιμένει η ηγεσία του ΚΚΕ στην ίδια αδιέξοδη
λογική, τόσο θα καταδικάζει το κόμμα της στο περιθώριο. Το ποσοστό που
εισέπραξε το ΚΚΕ σ’ αυτές τις εκλογές ήταν το χειρότερο στην ιστορία του και
συνιστά την μεγαλυτερη ταπείνωση του κόμματος από την οποία δύσκολα θα ξεφύγει.
Γενικότερα, οι λογικές που ντύνουν τα σημερινά
παλλαικά αιτήματα για διαγραφή του χρέους, για έξοδο από την ΕΕ και το
ευρώ,
για αληθινή δημοκρατία και εθνική ανεξαρτησία με αντικαπιταλιστικο κλισέ
πολιτικό λόγο και ιδεολογικό σάβανο από τα εγχειρίδια της «επαναστατικής
θεωρίας», ηττήθηκαν κατά κράτος και αυτό αποτελεί ένα πολύ θετικό μήνυμα
για
όσους ξέρουν να το αναγνώσουν και θέλουν να το λάβουν. Μπορεί τα διάφορα
«μπουλκουμέ»,
από την ηγεσία του ΚΚΕ έως την ηγεσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να θέλουν να
φορτώσουν στον κόσμο, στη δήθεν «συντηρητική» στροφή του και σε άλλες
τέτοιες συνηθισμένες
ανοησίες, τα δικά τους αδιέξοδα και τις δικές τους ήττες, αλλά η αλήθεια
είναι
ότι η ώρα της κρίσης ήρθε και αλλοίμονο σ’ αυτόν που δεν διαβάζει τα
σημεία των
καιρών.
Δημοσιέυτηκε στο Χωνί, 24/6/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου