8 Απρ 2013

Η αποθέωση της πολιτικής θρησκοληψίας…

papariga

του Δημήτρη Καζάκη

Η κ. Παπαρήγα δεν παύει να μας ξαφνιάζει, αν και έχουμε μάθει να περιμένουμε τα χειρότερα απ’ αυτήν και την ομάδα της. Το κόμμα του οποίου ηγείται σήμερα μπορεί να φέρει τα σύμβολα του πάλαι ποτέ κομμουνιστικού κινήματος, μιας και η εντεταλμένη αποστολή της είναι να τα ξεφτιλίσει στα μάτια της κοινωνίας ως εκεί που δεν παίρνει άλλο, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορεί να κρύψει ότι πρεσβεύει μια τυπική παραθρησκευτική οργάνωση της πολιτικής. Ιδού πώς αντιλαμβάνεται τις διαφωνίες από μέλη του κόμματός της:
«Η πιο ουσιαστική κριτική και βαθιά είναι όταν συμφωνείς με τη στρατηγική του Κόμματος. Γιατί τότε μπορείς να κρίνεις ουσιαστικά, όχι αυτός που διαφωνεί, αυτός που διαφωνεί δεν μπορεί να κρίνει γιατί κυριαρχεί η διαφωνία του. Κρίνει με βάση τη διαφωνία του. Αντίθετα, αυτός που συμφωνεί με τη στρατηγική, μπορεί να γίνει ο πιο σκληρός κριτής και του συγκεκριμένου καθοδηγητή και της ΚΕ. Γιατί έχει τη δυνατότητα και μπορεί να κρίνει αν ο καθοδηγητής στο κάτω κάτω τον καθοδηγεί και σωστά. Αυτός που διαφωνεί δεν μπορεί.»[1]
Μόνο όταν συμφωνείς μπορείς να ασκήσεις κριτική! Γιατί; Διότι η «στρατηγική του Κόμματος» (προσέξτε την θεολογική αποτύπωση της έννοιας του κόμματος με το «κ» κεφαλαίο) δεδομένη εκ θεού, μία και μόνη, έτοιμη εκ προοιμίου επιδέχεται μόνο εφαρμογή και όχι βεβαίως κριτική επί της ουσίας της. Επομένως η μόνη δυνατή κριτική που μπορεί να ασκηθεί είναι...
εκείνη που αποτρέπει την «κακή» εφαρμογή της στρατηγικής. Δεν επιτρέπεται ούτε καν να σκεφτεί κανείς το κατά πόσο μια «κακή» εφαρμογή της στρατηγικής δεν οφείλεται στην «κακή» καθοδήγηση, ή σε λάθη πρακτικής, αλλά στην ίδια την ουσία της στρατηγικής.
Έτσι η κ. Παπαρήγα διαγράφει με μια μονοκονδυλιά ολόκληρη την μακρόχρονη ιστορία επικών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων που χαρακτήριζαν όλα τα κοινωνικά κινήματα και πρωτίστως αυτό του οποίου τα σύμβολα καπηλεύεται. Απευθύνεται βέβαια είτε σε βαθιά πορωμένα άτομα, είτε σε πανηλίθιους, που διακρίνονται πρωτίστως για την τυφλή τους πίστη και όχι για την γνώση, για την συνείδηση που κατακτάς με την θεωρία όταν την δοκιμάζεις ανελέητα στην πράξη έχοντας ξεκάθαρο ότι δεν οφείλεις κανενός είδους αφοσίωση και υποταγή σε κανέναν παρά μόνο στην αληθινή ζωή που δεν μπορεί να μπει σε καλούπια, ούτε μπορεί ποτέ να αποτυπωθεί με μια και μόνη στρατηγική, όσο ευφυής κι αν είναι. Εκτός βέβαια κι αν είναι θεολογικό δόγμα.
Δυστυχώς, τόσο η κ. Παπαρήγα, όσο και οι οπαδοί της δεν είναι καν σε θέση να γνωρίζουν ότι η στρατηγική ενός κινήματος και πρωτίστως ενός κινήματος που υπόσχεται να ανατρέψει τα πάντα εκ βάθρων, είναι και οφείλει να είναι προνομιακό πεδίο ανοιχτής ζύμωσης όπου οι διαφωνίες και οι αναμετρήσεις είναι αναγκαστικά στην ημερήσια διάταξη. Πώς αλλιώς μπορεί η στρατηγική να προσαρμόζεται στην πραγματική ζωή και στις αληθινές συνθήκες των κοινωνικών αγώνων και της ταξικής πάλης; Μήπως με φετβά και όρντινα της εκάστοτε ηγεσίας;
Η κ. Παπαρήγα έχει μετατρέψει την «στρατηγική του κόμματος» σε ένα θεολογικό δόγμα, σε θεωρία αποκάλυψης της μίας και μοναδικής αλήθειας κατά τας Γραφάς των οποίων η ερμηνεία ανήκει πάντα και αποκλειστικά στο Ιερατείο. Αυτό που αντιλαμβάνεται Επομένως η μοναδική κριτική που αποδέχεται εντός του κόμματος είναι μόνο εκείνη που ασκείται για την παραβίαση του δόγματος. Είναι η «κριτική της πράξης», όπως έλεγαν παλιά οι φασίστες του Μουσολίνι που αποτελεί εκδήλωση της απόλυτης αφοσίωσης και της πίστης στη μία και μόνη «στρατηγική του κόμματος» καταγγέλλοντας όλους τους διαφωνούντες ως σαμποταριστές, διαστρεβλωτές, εχθρούς με μια λέξη αιρετικούς με το ίδιο πάθος και μένος του συνειδητού ρουφιάνου που νιώθει ως χρέος του να καταδώσει ακόμη και τους πιο κοντινούς του όταν διαπιστώνει ότι η τυφλή πίστη στην Υπέρτατη Αλήθεια, που αντιπροσωπεύει η μόνη και αμετάλλακτη «στρατηγική του κόμματος», αρχίζει να υστερεί. Μόνο αυτή την κριτική, δηλαδή την κριτική του ρουφιάνου, αποδέχεται η κ. Παπαρήγα. Καμιά άλλη.
Ο κομουνιστής κατά το ευαγγέλιο της κ. Παπαρήγα πρέπει να διαθέτει όλα τα τυπικά προσόντα του προσήλυτου. Δεν έχει ανάγκη να σκέφτεται ελεύθερα, ούτε να μελετά σε βάθος την ζωντανή πραγματικότητα για να σχηματίσει άποψη. Αρκεί να μηρυκάζει τις σιδερένιες νομοτέλειες του κομματικού ευαγγελίου. Είναι ο Καπιταλισμός, ηλίθιε, όπως έξυπνα ονόμασε το αξιόλογο βιβλίο του ο Νίκος Μπογιόπουλος, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει πιο ηλίθιος σ’ αυτή την ζωή από εκείνον που αρκείτε να παπαγαλίζει το «αυτός είναι ο καπιταλισμός» κάθε φορά που καλείται από τα ίδια τα πράγματα να αναλύσει και να κατανοήσει την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει πιο ηλίθιος από εκείνον που αντικαθιστά την μελέτη του αληθινού καπιταλισμού όπως αυτός συγκροτείται σε κάθε ιστορική συγκυρία με την βαρετή επανάληψη κλισέ που όταν καν γνωρίζει το τι σημαίνουν. Μεγιστοποίηση του κέρδους, πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, πλουτοκρατία, εργατική τάξη, υπεραξία και μερικά ακόμη που συνθέτουν όχι επιστημονικά εργαλεία ακριβείας για την ανίχνευση της πραγματικότητας, αλλά απλοϊκές ρετσέτες που συνθέτουν το «πιστεύω» ενός πνευματικά καθυστερημένου που ξέρει μόνο στο κομματικό πίστευε και μη ερεύνα.
Αυτός είναι ο «ορθόδοξος» κομμουνιστής σήμερα εσοδείας Παπαρήγα. Τα γεγονότα πάνω στα οποία ο «ορθόδοξος» στηρίζει τα συμπεράσματά του δεν είναι ανάγκη να προέρχονται από δική του παρατήρηση και πείρα, ούτε βέβαια από την γνώση και την επιστήμη, αλλά από την «αγία γραφή» του. Το υπέρτατο προσόν ενός κομματικού σήμερα δεν διαφέρει από αυτό ενός φανατικού: «Τόσο πολύ πρέπει να πιστεύουμε στο λόγο που μας αποκαλύπτει η γραφή, ώστε εγώ, αν όλοι οι άγγελοι του ουρανού κατέβαιναν σε μένα για να μου πουν άλλα, θα έκλεινα τα μάτια μου και θα βούλωνα τα αυτιά μου – δεν αξίζουν ούτε να τα δει ούτε να τ’ ακούσει κανείς», όπως απαιτούσε ο Λούθηρος[2] από τους πιστούς του και το τηρούν κατά γράμμα οι πιο πιστοί οπαδοί του σημερινού ΚΚΕ. Τα λόγια της κ. Παπαρήγα και της ομάδας της μοιάζουν σαν απόηχος της διδασκαλίας του Ραβίνου Ιάκωβου τον πρώτο αιώνα μετά την γέννηση του Χριστού: «Όποιος ξεφεύγει από το δρόμο και ξεχνάει τη μελέτη της Γραφής και λέει ‘τι ωραίο είναι αυτό το δέντρο’, ‘τι ωραίο είναι αυτό το οργωμένο χωράφι’, αμαρταίνει ενάντια στην ίδια του την ψυχή.»[3] Ή του Ντέιβιντ Χιουμ ο οποίος διηγείται την περίπτωση ενός μοναχού, ο οποίος, «επειδή από τα παράθυρα του κελιού του είχε μια υπέροχη θέα, έκλεισε με τα μάτια του μια συμφωνία, να μη στραφούν ποτέ προς αυτή την κατεύθυνση, ή να νιώσουν μια τέτοια αισθητική απόλαυση.»[4]
Η ικανότητα του «ορθόδοξου» να κλείνει τα μάτια του και να βουλώνει τ’ αυτιά του μπροστά σε γεγονότα που δεν αξίζουν να τα δει και να τα ακούσει κανείς, είναι γι’ αυτόν ανεκτίμητη πηγή δύναμης και σταθερότητας. Οι κίνδυνοι δεν τον τρομάζουν, τα εμπόδια δεν τον αποκαρδιώνουν, οι αντιφάσεις δεν τον κλονίζουν, γιατί πολύ απλά αρνείται την ύπαρξή τους. Η δύναμη της πίστης δείχνεται, όπως έγραφε ο Μπρεξόν, όχι στο ότι μετακινεί τα βουνά, αλλά στο ότι δε βλέπει τα βουνά που πρέπει να μετακινηθούν.[5] Η βεβαιότητα του αλάνθαστου δόγματός του είναι αυτό που κάνει τον «ορθόδοξο» άτρωτο απ’ όλες τις αβεβαιότητες, τις εκπλήξεις και τις δυσάρεστες αλήθειες της ζωντανής πραγματικότητας και της αληθινής κίνησης της ζωής.
Γι’ αυτό ένα δόγμα, όπως η «στρατηγική του Κόμματος» κατά την κ. Παπαρήγα, δεν μπορεί να κρίνεται από το περιεχόμενό του σε αλήθεια, βάθος και εγκυρότητα, αλλά από την αποτελεσματικότητα του στην απομόνωση του κομματικού από τον ίδιο του τον εαυτό και από το κοινωνικό περιβάλλον. Για την «στρατηγική του Κόμματος» ισχύει ότι λέει ο Πασκάλ για μια αποτελεσματική θρησκεία, που ισχύει πάντα για κάθε αποτελεσματικό δόγμα, πρέπει «να αντιφάσκει στη φύση, στην κοινή λογική και στην ευχαρίστηση.»[6] Κι έτσι οι πιστοί καλούνται συνεχώς να αναζητούν την απόλυτη αλήθεια με την καρδιά τους και όχι με την λογική. Η κατοχή της απόλυτης αλήθειας δίνει την αίσθηση ακόμη και στον ηλίθιο ότι κατέχει την αιωνιότητα. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις και τίποτε που να μην είναι γνωστό.
Όλες οι ερωτήσεις έχουν ήδη απαντηθεί, όλες οι αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί, όλες οι πιθανότητες έχουν ήδη προβλεφθεί, όποτε δεν χρειάζεται πια κανένας να ταλαιπωρείται με τις αντιφάσεις που αναγεννά διαρκώς η ίδια η ζωή. Ο «ορθόδοξος» δεν εκπλήσσεται και δεν διστάζει, απλά υπακούει. Δεν έχει ανάγκη να εντρυφήσει στα εγκόσμια, απλά τα περιφρονεί. Το αληθινό δόγμα είναι το μαγικό κλειδί για τη λύση όλων των προβλημάτων της εποχής και του κόσμου όλου. Μ’ αυτό ακόμη κι ο πιο ηλίθιος, ο πιο πνευματικά καθυστερημένος μπορεί λύσει και να αρμολογήσει ολόκληρο τον κόσμο χωρίς προσπάθεια και ιδιαίτερες απαιτήσεις. Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε και καθάρισες.
Κάποτε ο Λένιν, λίγο πριν τον θάνατό του, προειδοποιούσε εμφατικά τους συντρόφους του: «Εάν ξεφορτωθείτε όλους τους ευφυείς αλλά ελάχιστα υποταχτικούς ανθρώπους και κρατήσετε μόνο τους υποταχτικούς ηλίθιους, είναι απολύτως σίγουρο ότι θα φέρετε την καταστροφή στο κόμμα.»[7] Οι σύντροφοί του δεν τον άκουσαν κι έτσι με τα χρόνια τα κομμουνιστικά κόμματα μετατράπηκαν σε μηχανισμούς μαζικής παραγωγής υποταχτικών ηλιθίων. Ιδίως σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας. Ιδανικό περιβάλλον για την επικράτηση μιας άκρως ιδιοτελούς γραφειοκρατικής κάστας που έμαθε να ζει παρασιτικά από το κίνημα και όχι για το κίνημα. Η εξάρτηση από την χρηματοδότηση του αστικού κράτους και τα δάνεια ήταν απλά η λογική συνέπεια. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο αβαντάζ για μια πουλημένη, πλήρως εξαρτημένη ηγεσία, για έναν αλωμένο κομματικό μηχανισμό, από το να διαθέτει υποταχτικούς ηλίθιους για κομματικά μέλη και οπαδούς που διακρίνονται για την θρησκόληπτη σχέση τους με το «Κόμμα».
Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει μία και μόνη στρατηγική, που να είναι χρήσιμη κάτω απ’ όλες τις συνθήκες και όλους τους ιστορικούς όρους. Αυτό το γνωρίζει ακόμη κι ο πιο άσχετος με το όλο θέμα. Μιας και ο ίδιος ο στόχος, που, θεωρητικά πάντα, ήταν ανέκαθεν ο σοσιαλισμός για το κίνημα του οποίου τα σύμβολα έχει οικειοποιηθεί η κ. Παπαρήγα, δεν ήταν ποτέ κάτι το έτοιμο, το στατικό, μια έτοιμη συνταγή που μπορεί να φορεθεί στην πραγματικότητα και να λύσει όλα τα χρόνια προβλήματα της ανθρωπότητας.
Ο Λένιν έλεγε: «Ο σοσιαλισμός δεν είναι ένα έτοιμο σύστημα που θα δοθεί σαν ευεργεσία στην ανθρωπότητα. Ο σοσιαλισμός είναι η ταξική πάλη του σημερινού προλεταριάτου, που βαδίζει από ένα σκοπό σήμερα σ’ έναν άλλο αύριο στο όνομα του βασικού του σκοπού, προς τον οποίο πλησιάζει κάθε μέρα»[8] Ποιος είναι ο ένας σκοπός σήμερα, ο άλλος αύριο που βαδίζει το προλεταριάτο στο όνομα του βασικού σκοπού; Πώς θα πρέπει να βαδίσει το προλεταριάτο από τον ένα στον άλλο; Και τι επίδραση έχουν όλα αυτά στον ίδιο τον βασικό σκοπό που δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι ένα «έτοιμο σύστημα που θα δοθεί σαν ευεργεσία στην ανθρωπότητα»; Όλα αυτά ανήκουν στη σφαίρα της στρατηγικής κι αυτός που αποφασίζει γι’ αυτήν δεν είναι η ηγεσία, ούτε κάποιο σώμα του κόμματος, αλλά η ίδια η διαλεκτική της ζωής που επιβάλλει τους όρους μέσα από τους οποίους οφείλει να προχωρήσει το κίνημα.
Μπορεί να κατανοηθεί αυτή η διαλεκτική της αληθινής ζωής μέσα από έτοιμα σχήματα; Όχι. Απαιτεί την κατάκτηση της επιστήμης της ταξικής πάλης κι αυτό σημαίνει διαρκή αναζήτηση, ανοιχτή κρίση και ανελέητη κριτική, ζύμωση χωρίς κανένα ταμπού, χωρίς κανένα προκάτ, ή προειλλημένο συμπέρασμα, χωρίς άνωθεν ή έξωθεν επιβεβλημένους περιορισμούς. Επιστήμη χωρίς κριτική και διαφωνίες, χωρίς αμφισβήτηση και αντιπαραθέσεις ακόμη και για την ίδια την ουσία και τις αρχές της, δεν μπορεί να υπάρξει. Ιδίως όταν αυτή φιλοδοξεί να ανακαλύψει τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους της ριζικής ανατροπής των πάντων.
Κι όπως έλεγε ο Μαρξ: «Ο δρόμος που οδηγεί στην επιστήμη δεν είναι πλατιά λεωφόρος και πιθανότητες να φτάσουν στις φωτεινές κορυφές της έχουν μόνο εκείνοι που δεν φοβούνται να κουραστούν για να σκαρφαλώσουν στ’ απόκρημνα μονοπάτια της.»[9] Πράγμα που δεν ισχύει για καμιά άλλη επιστήμη, όσο για την επιστήμη της ταξικής πάλης. Και για να κατακτηθούν οι φωτεινές κορυφές της απαιτούν ανήσυχα μυαλά όσο δεν παίρνει, ανεξάρτητες προσωπικότητες που δεν καταδέχονται να σκύψουν το κεφάλι σε κανένα δόγμα, ούτε τρέμουν μπροστά στην διάψευση των ιερών και οσίων τους όπως κάθε τυπικός θρησκόληπτος.
Προσωπικά δεν ανήκω, ούτε ανήκα ποτέ στην κατηγορία των πανηλίθιων οπαδών της κ. Παπαρήγα, ούτε εκείνων των κομματικών που σέρνουν την κοινή λογική και την θεωρία από τον βούρκο μιας εσωκομματικής αντιπαράθεσης ενός «καλού» ΚΚΕ της οργιώδους φαντασίας τους έναντι του «κακού» σημερινού ΚΚΕ, με τους ίδιους ακριβώς όρους που οι ορθόδοξοι μάχονται για το παλιό και το νέο ημερολόγιο μακριά από τα εγκόσμια. Σέβομαι τους ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού τόσο ώστε να μην τους μεταχειρίζομαι ως στείρα «τσιτάτα» στα πλαίσια μιας απόκοσμης εσωκομματικής πάλης δίχως αληθινό νόημα, μόνο σε μυημένους και έτη φωτός μακριά από τις αληθινές ανάγκες του κινήματος σήμερα.
Όπως το 1553, όταν ο Μωάμεθ πολιορκούσε την Πόλη και απειλούσε με τέσσερεις αιώνες Οθωμανικό ζυγό τους πληθυσμούς του Βυζαντίου, οι Βυζαντινοί καλόγεροι συζητούσαν με πάθος αν υπάρχουν θηλυκοί καλόγεροι στην επουράνια βασιλεία, έτσι και σήμερα στο ΚΚΕ. Αδυνατούν να κατανοήσουν το προφανές, το γεγονός δηλαδή ότι βρισκόμαστε καταμεσής μιας από πολλές απόψεις πρωτοφανούς επαναστατικής κρίσης, η οποία εξ αντικειμένου θα οδηγήσει – σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα – είτε στην εξέγερση του λαού, είτε στην απόλυτη κυριαρχία της πιο μαύρης αντίδρασης. Αδυνατούν να κατανοήσουν αυτό που αντιλαμβάνεται σήμερα ακόμη και ο πιο απλός εργαζόμενος. Αν δεν οργανωθεί άμεσα η κοινωνική εξέγερση του λαού με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος, είναι σίγουρο ότι η Ελλάδα θα πάψει να υπάρχει και ο λαός της θα υποδουλωθεί χάνοντας ακόμη και το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Είναι μια ιστορική ευκαιρία που ο ελληνικός λαός δεν μπορεί να χάσει, γιατί δεν θα υποστεί απλά μια ήττα, αλλά θα χάσει τα πάντα μαζί και την χώρα του. Και χωρίς χώρα, χωρίς πατρίδα δεν μπορεί να υπάρξει λαός, δεν μπορεί να υπάρξει τάξη, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να υπάρξει κίνημα ούτε καν αντίστασης.
Το έχουν αντιληφθεί αυτό οι κομματικοί που διαπληκτίζονται για την στρατηγική και την τακτική του κόμματος; Στην πλειοψηφία τους όχι. Ούτε καν αυτοί που διαφωνούν από σχετικά ορθές θέσεις. Έχουν χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας. Δεν έχουν καν αντιληφθεί ότι η αληθινή ζωή δεν περιμένει, επιτάσσει. Κι όταν η ίδια η ζωή θέτει στην ημερήσια διάταξη την επανάσταση, τον παλλαϊκό ξεσηκωμό, όπως σήμερα, τότε ο αληθινός επαναστάτης, ο αληθινός κομμουνιστής δεν χάνει την ώρα του με νεκρές υποθέσεις, αλλά επιλέγει συνειδητά την πρώτη γραμμή, εκεί που τον έχει ανάγκη ο λαός του και η πατρίδα του. Αλλιώς είναι μια καρικατούρα άξια περιφρόνησης και χλευασμού, είτε διαχωρίζει την θέση από την σημερινή κατάσταση του ΚΚΕ, είτε όχι.
Αυτό που αναδύει σήμερα ο «διάλογος» και η εσωκομματική αντιπαράθεση στο ΚΚΕ είναι την δυσοσμία ενός πτώματος που σαπίζει με τους συγγενείς του να τσακώνονται για τα ιμάτιά του. Κανένα από τα καίρια ζητήματα της πιο επαναστατικής απ’ όλες τις καταστάσεις στην μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας δεν φαίνεται να τους απασχολεί. Λες και βρίσκονται σε μια ομαλή κοινοβουλευτική περίοδο όπου έχουν όλο το χρόνο να τα ξαναδούν όλα, πρώτα να αναμοχλεύσουν την θεωρία με ομίλους προβληματισμού και θεωρητικές αντιπαραθέσεις όπου ανθεί ο στείρος ακαδημαϊσμός, ανίκανος να προσθέσει έστω κι ένα «ι» στην ανάλυση της ζωντανή πραγματικότητας, αλλά ικανότατος στο να χάνεται στους λαβύρινθους ενός απίστευτου σχολαστικισμού μακριά από τις απαιτήσεις της μαζικής λαϊκής πάλης. Αυτή η τελευταία μπορεί να περιμένει.
Κι όταν με το καλό θα υπάρξει επιτέλους μια αληθινή αριστερά, ένα ικανό «κόμμα» όπως το ονειρεύονται οι πιο πιστοί οπαδοί του, τότε ίσως να έρθει και η ώρα να δούμε τι έχει ανάγκη ο λαός και η χώρα. Έως τότε όμως η ιστορία, η ίδια η ζωή, οφείλει να σταματήσει. Προέχουν άλλα πολύ πιο σοβαρά πράγματα. Τι σημασία έχει το γεγονός ότι ο κόσμος πεθαίνει, δουλοποιείται σε απίστευτο βαθμό, εξαθλιώνεται μαζικά και χάνει μέρα με τη μέρα ακόμη και την ελπίδα να ζήσει. Όλα αυτά μπορούν να περιμένουν έως ότου οι επαναστάτες του γλυκού νερού, της ακαδημαϊκής θεωρητικολογίας, της τρικυμίας εν κρανίω, ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με το κόμμα τους. Τι πειράζει αν εν τω μεταξύ χαθεί αυτή η ιστορική ευκαιρία για τον λαό και τη χώρα; Τι πειράζει αν ο λαός, ο απλός κόσμος, εισπράξει μια ακόμη τραγική ήττα; Τι σημαίνει μια ακόμη ήττα; Τόσες και τόσες τους πρόσφερε το κόμμα μας κι εμείς οι ίδιοι με την νοοτροπία και την πρακτική μας. Τι είναι μια ακόμη;
Όσο υπάρχουμε εμείς – σκέφτονται οι ανόητοι που σουλατσάρουν ως επαναστάτες – ο λαός έχει ελπίδα για το μέλλον. Έστω κι αν αυτό το μέλλον αφορά στις ελληνικές καλένδες και γράφεται με τον ανδραποδισμό ενός ολόκληρου λαού και την διάλυση της χώρας. Εξαρτημένοι από τον μυστικισμό του κόμματος, που έμαθαν να υπηρετούν τυφλά, αρνούνται να αντιληφθούν το τι συμβαίνει τριγύρω τους. Δεν έχουν ούτε καν αντιληφθεί ότι το κυρίαρχο ζήτημα σήμερα δεν είναι το τι σόι κόμμα θέλουν οι μεν, ή οι «δεν», ούτε καν το είδος της πολιτικής συμμαχιών, ή της στρατηγικής, αλλά το πώς πρέπει να οργανωθεί άμεσα και πρακτικά η κοινωνική εξέγερση του λαού εναντίον του καθεστώτος. Όχι του Αγίου Ποτέ, ή του Οσίου Πατάπιου ανήμερα, αλλά εδώ και τώρα με τους όρους και τις συνθήκες που γεννά σήμερα η ίδια η πραγματικότητα μιας πρωτοφανούς κοινωνικοπολιτικής πόλωσης, η οποία πολύ σπάνια έχει παρατηρηθεί στην ιστορία τόσο της Ελλάδας, όσο και διεθνώς. Αλλιώς, γίνονται συνένοχοι στην σφαγή ενός ολόκληρου λαού και στη διάλυση της πατρίδας του. Κι από αυτή την συνενοχή δεν πρόκειται να τους γλυτώσει κανένα «τσιτάτο» του Μάρξ, ή του Λένιν, κανένα ορατόριο για την επανάσταση που δεν έμαθαν ποτέ πώς να την υπηρετούν στην πράξη και στην ώρα της.
Όποιος πιστεύει σήμερα ότι πρώτα πρέπει να φτιάξει το ΚΚΕ και ύστερα να δούμε πώς θα πορευτεί το κίνημα, η κοινωνία και ο λαός, δεν μπορεί ούτε καν να αντιληφθεί ότι έχει «φύγει», έχει αναχωρήσει εις Κύριον. Είναι το ίδιο αναχωρητής, όσο και οι οπαδοί της Παπαρήγα, έστω κι αν διαφωνεί μαζί τους. Ο αληθινός κομμουνιστής, ο αληθινός επαναστάτης ξέρει ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Δεν μπορεί να συντηρείται ένα κόμμα που το έχει ξεβράσει η κοινωνία και η ιστορία, ούτε αυτό μπορεί να αναγεννηθεί σε άλλη πιο «καλή» εκδοχή του παρά μόνο σαν φάρσα, ή σαν παρά φύση απόστημα. Ότι πέθανε, πέθανε και όσο πιο γρήγορα το θάψουμε στο νεκροταφείο της συνείδησής μας και της ιστορίας, τόσο πιο γρήγορα θα ανθήσουν οι ιδέες και οι αξίες του κινήματος της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης μέσα στα σπλάχνα της ίδιας της κοινωνίας και όχι στο περιθώριό της όπως θέλουν να το καταδικάσουν σήμερα. Το θεμελιώδες ερώτημα που ανέκαθεν απασχολούσε έναν αληθινό επαναστάτη σε ανάλογες καμπές ήταν αυτό που διατύπωνε από την εποχή του ο Αλεξάντερ Χέρτσεν: «είμαστε πεθαμένοι που ανήκουμε στα περασμένα και δευτερώνουμε με αναστεναγμούς «τελείωσε», ή είμαστε ζωντανοί άνθρωποι του μέλλοντος που λένε, αφήνοντας να πέσει το σάβανο στο κουφάρι του βασιλιά: ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο βασιλιάς!»
Ο αληθινός κομμουνιστής δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνου του μαθητή που διστάζοντας να ακολουθήσει τον Ιησού του είπε: «Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου.» Διότι γνωρίζει πολύ καλά την απάντηση του ίδιου του Ιησού, που συνιστά την αιώνια απάντηση σε ανάλογα ερωτήματα που γεννιούνται σε όποιον έχει θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία των καταπιεσμένων κάθε ιστορικής εποχής: «ἀκολούθει μοι, καἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς.» Και ξέρει να την κάνει πράξη χωρίς καμιά καθυστέρηση, χωρίς να ασχολείται με το θάψιμο των νεκρών, όταν τον καλεί η ιστορία και τα καθήκοντα που έχει θέσει η συνειδητή του στράτευση στο πλευρό των καταπιεσμένων, του ίδιου του λαού του. «Δεν υποφέρουμε μονάχα από τους ζωντανούς μα κι από τους πεθαμένους. Le mort saisit le vif!», έγραφε ο Μαρξ.[10] Ο πεθαμένος αδράχνει τον ζωντανό. Αυτό συμβαίνει με το ΚΚΕ σήμερα και αυτό είναι που δεν καταλαβαίνουν ακόμη κι όσοι διαφωνούν με το πώς κατάντησε το κόμμα της η ομάδα της κ. Παπαρήγα.
Ο αληθινός κομμουνιστής γνωρίζει ότι η χειρότερη δοκιμασία για τον ίδιο, η πιο μεγάλη αδυναμία του είναι όταν δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι αυτό που τον εξέφρασε οργανωτικά και πολιτικά σε μια άλλη εποχή έχει πεθάνει προ πολλού. Κι αγωνίζεται να κρεμαστεί από την ανάμνησή του, χάνεται στην προσπάθεια να το αναβιώσει, να του δώσει ζωή μόνο και μόνο για να καταλήξει ως νέος δόκτωρ Φράνκενστάιν να προσπαθεί με τα πειράματά του να αναστήσει τους νεκρούς. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι να χαθεί στο περιθώριο της ιστορικής κίνησης μέσα σε ατέρμονες προσπάθειες που είναι καταδικασμένες εκ προοιμίου να γεννήσουν μόνο τέρατα.
Ο Μαρξ είχε αντιληφθεί από πολύ νωρίς το γεγονός αυτό: «Είμαστε ακλόνητα πεισμένοι ότι ο πραγματικός κίνδυνος δεν βρίσκεται στις πρακτικές προσπάθειες, αλλά στη θεωρητική επεξεργασία των κομμουνιστικών ιδεών, μιας και οι πρακτικές προσπάθειες, ακόμη και οι επιδιώξεις των μαζών, μπορούν να απαντηθούν με το κανόνι μόλις γίνουν επικίνδυνες, ενώ οι ιδέες που έχουν κατακτήσει τη νοημοσύνη μας και έχουν κατακλύσει το νου μας, οι ιδέες με τις οποίες η λογική έχει αλυσοδέσει τη συνείδηση μας, είναι δεσμά από τα οποία δεν μπορεί κανείς να απελευθερωθεί δίχως να ραγίσει την καρδιά του, είναι δαίμονες που οι ανθρώπινες υπάρξεις μπορούν να εξευμενίσουν μόνο με το να υποκύψουν σ’ αυτές.»[11] Αληθινός επαναστάτης, αληθινός κομμουνιστής είναι αυτός που ξέρει να σπάει τα δεσμά του παρωχημένου, των αλλοτινών ιδεών που έχουν αλυσοδέσει την λογική του και την αίσθηση που πρέπει να έχει της πραγματικότητας, έστω κι αν ραγίσει η καρδιά του, έστω κι αν του κοστίσει προσωπικά, προκειμένου να αναμετρηθεί με το καθήκον που του θέτει αντικειμενικά η ίδια η ζωή.
Προσωπικά δεν έχω καμιά διάθεση να απαγορέψω στον οιονδήποτε να αυτοπροσδιορίζεται ως κομμουνιστής και να λειτουργεί στον κλειστό κόσμο των δικών του Καθαρών. Κι όπως οι Καθαροί του μεσαίωνα έτσι κι αυτός αναλώνεται για να βρει τους δικούς του Bons Hommes, τους δικούς του «καλούς Χριστιανούς». Δικαίωμά του. Όμως αυτός ο κομμουνιστής δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ανεμογκάστρι της ιστορικής συγκυρίας. Μια παρά φύση απόφυση άλλων πολύ μακρινών εποχών όταν η κοινωνική διαμαρτυρία εκφραζόταν από οργανώσεις και πολιτικά σχήματα με όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά των αιρέσεων, μιας και «η ίδια η έννοια του κόμματος μεταπήδησε στην πολιτική από την Εκκλησία διαμέσου της φιλολογίας και των φιλοσοφικών σχολών», όπως έγραφε στα 1843 ο νεοχεγγελιανός Καρλ Ρόζενκραντς.[12]
Όταν ο Μαρξ στην 11η θέση για τον Φόιερμπαχ έγραφε, «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε», δεν είχε υπόψη του κάποιο έτοιμο πολιτικό πρόγραμμα με βάση το οποίο έπρεπε να αλλάξει ο κόσμος. Ούτε θεωρούσε ότι διέθετε μια δεδομένη ερμηνεία του κόσμου και επομένως το μόνο που έμενε ήταν να αλλάξει σύμφωνα με τους θεωρητικούς κανόνες αυτής της ερμηνείας. Αντίθετα, ο Μαρξ πρότεινε έναν εντελώς νέο τρόπο για να ερμηνεύσουμε τον κόσμο. Όχι παρατηρώντας από απόσταση, ή μέσα από ολοκληρωμένα θεωρητικά σχήματα, έτοιμα να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα. Αλλά μέσα από την πάλη για να τον αλλάξουμε. Μόνο μέσα από αυτή την πάλη μπορεί και να ερμηνευθεί, να κατανοηθεί σε βάθος η ίδια η πραγματικότητα. Άλλωστε όπως εξηγεί ο ίδιος στην 8η θέση για τον Φόιερμπαχ, «η κοινωνική ζωή είναι στην ουσία της πραχτική. Όλα τα μυστήρια, που παρασέρνουν τη θεωρία προς το μυστικισμό, βρίσκουν τη λογική τους λύση στην ανθρώπινη πράξη και στην κατανόηση αυτής της πράξης
Γι’ αυτό και για τους Μαρξ και Ένγκελς ο κομμουνισμός αποκτούσε εξαρχής ένα ριζικά διαφορετικό περιεχόμενο. Δεν ήταν ένα πολιτικό πρόγραμμα με βάση το οποίο έπρεπε να αναμορφωθεί επαναστατικά ο καπιταλισμός, αλλά η αναγκαία κατάληξη των εσωτερικών όρων ανάπτυξης της αστικής κοινωνίας. Επομένως το βασικό πρόβλημα της θεωρίας για τον Μαρξ δεν ήταν η διατύπωση γενικών αρχών, δεδομένων συμπερασμάτων και ακαταμάχητων νομοτελειών, αλλά η κατανόηση των υλικών προϋποθέσεων που ενυπάρχουν στην ίδια τη φύση της αστικής κοινωνίας και επιτρέπουν με καταλύτη την ταξική πάλη το άνοιγμα του δρόμου για την επαναστατική ανατροπή και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. «Ο κομμουνισμός» υπογράμμιζαν οι Μαρξ-Ένγκελς, «δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν.»[13] Το ζητούμενο λοιπόν για τη θεωρητική συνείδηση του Μαρξ δεν ήταν ποτέ αυτή καθαυτή η μελλοντική κοινωνία, αλλά η κατανόηση του ιστορικού τρόπου της γέννησής της μέσα από την αστική κοινωνία. Γι’ αυτό και βασικό μέλημα του Μαρξ δεν ήταν το ποια ακριβώς θα είναι η μελλοντική κοινωνία, με ποιους κανόνες, ή με ποιες νομοτέλειες αυτή θα συγκροτηθεί, αλλά με ποιο τρόπο θα ανοίξει ο δρόμος γι’ αυτήν, υπό ποιους όρους οι καθημερινοί αγώνες που είναι αναγκασμένο να διεξάγει το προλεταριάτο για τα πιο άμεσα αιτήματά του θα μετατρέψουν την ποσότητα σε ποιότητα.
Φυσικά ένα τέτοιο καθήκον γνώσης δεν μπορεί να αναλάβει μια θεωρία που απλώς παρατηρεί και αναλύει. Χρειάζεται μια θεωρία που είναι συνειδητά στρατευμένη στην υπόθεση του πραγματικού κινήματος της εργατικής τάξης. Κι αυτό γιατί η ανάγκη για την ανατροπή του καπιταλισμού δεν πηγάζει από την κοινωνική αδικία, τη φτώχεια, την ανέχεια και την αδίστακτη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, αλλά από τη δυνατότητα της ίδιας της εργατικής τάξης να συγκροτείται και να διεκδικεί σε καθημερινή βάση τα δικά της συμφέροντα. Ο Μαρξ είναι ο πρώτος που απέδειξε επιστημονικά πως η εργατική τάξη είναι σε θέση να νικήσει και να υπερβεί κάθε «σιδερένιο νόμο» του καπιταλισμού, να αποσπάσει κατακτήσεις, να έχει επιτυχίες ακόμη και μέσα στις πιο δύσκολες, τις πιο αντίξοες και δυσμενείς γι’ αυτήν συνθήκες. Κι αυτός ο αγώνας, αυτές οι επιμέρους επιτυχίες είναι ο μόνος δρόμος για να οργανωθεί, να συγκροτηθεί ως τάξη, να αποκτήσει εμπειρία και να κατανοήσει μέσα από τη δική της πείρα ότι «παρ’ όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το τωρινό σύστημα γεννάει ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για μια οικονομική ανοικοδόμηση της κοινωνίας.»[14]
Επομένως ο αγώνας για τους επαναστάτες, για τους κομμουνιστές, όπως τουλάχιστον τους αντιλαμβάνονταν οι Μαρξ-Ένγκελς, δεν είναι να αλλάξουν τα μυαλά του προλεταριάτου, δεν είναι να πείσουν τους εργάτες για την ορθότητα των δικών τους συνθημάτων και προγραμματικών στόχων, αλλά να γίνουν ένα με την εργατική τάξη, να βοηθήσουν το κίνημά της να κερδίσει καλύτερες θέσεις μέσα στον καπιταλισμό, να διευκολύνουν την συνεύρεση, συσπείρωση και οργάνωση της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων κατά κλάδο και συνολικά, δίχως να απαιτούν από τους εργάτες και τις ηγεσίες τους πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, ή να εγκαταλείψουν εξαρχής και εκ προοιμίου τις όποιες πολιτικές εξαρτήσεις τους.
Ο Μαρξ τόνιζε πάντα ότι «δεν ερχόμαστε για να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο με δογματικό τρόπο προβάλλοντας μια νέα αρχή: Ιδού η αλήθεια, προσκηνύστε την! Αναπτύσσουμε νέες αρχές για τον κόσμο μέσα από τις ίδιες τις δικές του αρχές. Δεν λέμε στον κόσμο: σταματήστε τους αγώνες σας, είναι ανόητοι. εμείς θα σας δώσουμε το αληθινό σύνθημα του αγώνα. Εμείς απλά δείχνουμε στον κόσμο αυτό για το οποίο αγωνίζεται στ’ αλήθεια, και η συνείδηση είναι κάτι που πρέπει να αποκτήσει, ακόμη κι αν δεν το θέλει.»[15] Και αυτή η αλλαγή της συνείδησης σε μαζικό επίπεδο έχει αποδειχτεί ότι δεν μπορεί να καταχτηθεί στο επίπεδο της μαζικής ιδεολογίας, με όπλο την προπαγάνδα θέσεων, αλλά «μπορεί να γίνει μόνο μέσα σ’ ένα πρακτικό κίνημα»[16]  της ίδιας της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων.
Οι Μαρξ-Ένγκελς δεν επεδίωξαν ποτέ να κατασκευάσουν το «δικό τους» κίνημα και το «δικό τους» κόμμα, ή να υποκαταστήσουν την αληθινή εργατική τάξη με την εικόνα που αναπαράγει η θεωρία τους μεταφρασμένη σε δόγμα, αλλά να λειτουργήσουν καταλυτικά, τόσο με το θεωρητικό έργο τους, όσο και με την πρακτική που απορρέει από αυτό, στη συγκρότηση του κινήματος και του κόμματος της εργατικής τάξης. Δεν είναι τυχαίο που στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι Μαρξ-Ένγκελς θεωρούν ότι το κομμουνιστικό κόμμα, για το οποίο έγραψαν αυτήν την προγραμματική διακήρυξη, δεν είναι ένα αυτοτελές κόμμα της εργατικής τάξης, ή όπως το έθεταν οι ίδιοι: «Οι κομμουνιστές δεν είναι ένα ξεχωριστό κόμμα, που αντιτίθεται στ’ άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολό του. Δεν διακηρύσσουν ξεχωριστές (αιρετικές) αρχές, που σύμφωνα μ’ αυτές θα θέλαν να πλάσουν το εργατικό κίνημα.»[17]
Κι αυτό το τόνιζαν γιατί θεωρούσαν ότι ένα αληθινό κόμμα της εργατικής τάξης δεν χειροτονείται αφ’ εαυτού του ως τέτοιο με βάση την ιδεολογία του, ή τις προγραμματικές διακηρύξεις του, αλλά αποτελεί την πολιτική συγκρότηση της ίδιας της τάξης. Κι επομένως κόμμα της εργατικής τάξης που δεν μπορεί να εκφράσει στην πράξη και να κινητοποιήσει την πλειοψηφία της τάξης, ακόμη κι όταν αυτή ακολουθεί άλλα κόμματα, δεν μπορεί να υπάρξει. Στο μυαλό τους δεν υπήρχε κανένα ιδεατό κόμμα, αλλά παρακολουθούσαν και ανέλυαν τις μορφές κομμάτων και πολιτικών κινημάτων που γεννούσε η ίδια η ζωή και η πάλη της εργατικής τάξης σε κάθε χώρα και διεθνώς.
Οι Μαρξ-Ένγκελς αρνήθηκαν να ιδρύσουν το Κόμμα της Εργατικής Τάξης. Αρνήθηκαν να αντιμετωπίσουν ως κόμμα της εργατικής τάξης, οργανώσεις που δεν ξεπήδησαν μέσα από το εργατικό κίνημα και δεν ανδρώθηκαν μαζικά από την ίδια την εργατική τάξη. Ακόμη κι αν στις οργανώσεις αυτές συμμετείχαν και οι ίδιοι, όπως π.χ. ήταν η Ένωση των Κομμουνιστών για την οποία έγραψαν το Μανιφέστο. Γι’ αυτούς το αληθινό κόμμα της εργατικής τάξης γεννιέται από την ίδια την τάξη με τον τρόπο που εν πολλοίς γεννήθηκε το πρώτο ιστορικά κόμμα της, οι Χαρτιστές. Οι κομμουνιστές με τη σειρά τους θα έπρεπε να παίξουν τον ρόλο ενός δραστήριου οργανωτικού και πολιτικού κέντρου μέσα στο εργατικό κίνημα, να λειτουργήσουν «ως το πιο αποφασιστικό τμήμα των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα μπρός.»[18] Κι αυτό γιατί «ο άμεσος σκοπός των κομμουνιστών είναι ίδιος με τον σκοπό όλων των άλλων προλεταριακών κομμάτων: συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο.»[19]
Όσο περισσότερο αποθεώνεται ο μαρξισμός ως θεωρητική ενασχόληση ομίλων, ή κλειστών κομματικών διαδικασιών, μακριά από τις τρέχουσες πρακτικές ανάγκες της μαζικής λαϊκής πάλης, τόσο περισσότερο η θεωρία αποστεώνεται και απομακρύνεται από τα επίγεια. Μετατρέπεται σε δόγμα όπως ακριβώς συνέβαινε με τους παλιούς φιλοσόφους που σύμφωνα με τον Βάκωνα το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να «κατασκευάζουν φανταστικούς νόμους για φανταστικές κοινοπολιτείες, ενώ οι αναλύσεις τους είναι σαν τα άστρα, τα οποία εκπέμπουν ελάχιστο φως, γιατί βρίσκονται τόσο ψηλά.»[20] Κι αυτού του τύπου η θεωρία υπήρξε πάντα το γόνιμο περιβάλλον μέσα στο οποία ανθεί η γραφειοκρατία, η οποία με τον ίδιο τρόπο που «είναι το φανταστικό Κράτος δίπλα στο πραγματικό»[21], όπως έλεγε ο Μαρξ, συνιστά επίσης το φανταστικό κόμμα δίπλα στο πραγματικό. «Το καθολικό πνεύμα της γραφειοκρατίας είναι το μυστικό, το μυστήριο που φυλάγεται από την ιεραρχία προς τα μέσα κι από τον χαρακτήρα της σαν κλειστής συντεχνίας προς τα έξω… Η Αρχή είναι η αρχή της γνώσης της και η ειδωλολατρία της Αρχής η πεποίθησή της.»[22] Μια ειδωλολατρία, που σε αντίθεση με τον διαλεκτικό υλισμό της «ανελέητης κριτικής όλων όσων υπάρχουν, ανελέητης τόσο με την έννοια ότι δεν φοβάται σε ποια συμπεράσματα θα καταλήξει, όσο και με την έννοια ότι εξίσου δεν φοβάται να συγκρουστεί με τις όποιες κατεστημένες εξουσίες»[23], οδηγεί πάντα σε έναν «χυδαίο υλισμό, στον υλισμό της παθητικής υποταγής, της τυφλής πίστης στην εξουσία, του μηχανισμού μιας καθορισμένης τυπικής δραστηριότητας, καθορισμένων αρχών, απόψεων και παραδόσεων.»[24]
Η αποφασιστική υπέρβαση της λογικής αυτού του χυδαίου υλισμού αποτέλεσε την πρώτη θεμελιώδη προϋπόθεση για την ανάδειξη ενός επαναστατικού κόμματος νέου τύπου. Όμως αυτή, όσο κι αν ήταν απαραίτητη, δεν υπήρξε ποτέ αρκετή. Χρειάζονταν επιπλέον δυο αναγκαίες και ικανές συνθήκες: Αφενός, μια θεωρία που δεν θα αποτελεί «μια συλλογή δογμάτων τα οποία πρέπει κάποιος να τα αποστηθίσει και να τα επαναλαμβάνει σαν θαυματουργή φόρμουλα, ή σαν Καθολική προσευχή.»[25] Και αφετέρου μια συνειδητή πρακτική που ξέρει με συλλογικό τρόπο όχι απλά να «εκπροσωπεί», ή να «εκφράζει», όπως επιδιώκει κάθε τυπικό πολιτικό κόμμα, ούτε πολύ χειρότερα να «υποκινεί», όπως ήθελαν οι συνωμοτικές σέκτες, τους καταπιεσμένους γενικά, αλλά να «δουλεύει με την εργατική τάξη σε κάθε πιθανό στάδιο της ανάπτυξής της.»[26]
Ωστόσο, οι συνθήκες αυτές, ακόμη και για όσους υιοθέτησαν ανεπιφύλακτα τον επιστημονικό σοσιαλισμό, δεν ήταν ποτέ δεδομένες, ούτε κατοχυρωμένες για κανένα κόμμα, όσο κι αν ορκιζόταν σε επαναστατικά ιδανικά, όσο κι αν έχριζε τον εαυτό του δικαιωματικό κληρονόμο του μαρξισμού, της εργατικής τάξης και των ιστορικών της πεπρωμένων. Η μεγάλη δυσκολία να κατακτηθεί αυτή η πολύ συγκεκριμένη ενότητα θεωρίας και πράξης στα πλαίσια της ταξικής πάλης, έσπρωξε πολλά μαρξιστικά κόμματα – από την εποχή της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και μετά στην περίοδο του κομμουνιστικού κινήματος – να δημιουργήσουν για δική τους προσωπική χρήση μια εικονική εργατική τάξη και μια εικονική ταξική πάλη, όπου αρκούσε το αίσθημα της κατάφωρης αδικίας, η γενική διάθεση για κοινωνική διαμαρτυρία, όπως και η ηρωική αποθέωση των αμέτρητων «αγώνων και θυσιών». Μόνο που οι εικονικές πραγματικότητες, τόσο στην πολιτική, όσο και στην κοινωνία, συνοδεύονται αναγκαστικά από την ιδεολογικο-πολιτική και ηθική απαξίωση όσων αιχμαλωτίζονται απ’ αυτές.
Ο Πιοτρ Λαβρόφ απέδιδε πολύ εύστοχα το κλίμα γενικευμένης κατάπτωσης, που κυριαρχούσε ανέκαθεν σε κάθε «οργάνωση της κοινωνικής επανάστασης» η οποία επενδύει στο συναίσθημα, στη γενική διαμαρτυρία, στη μεταφυσική αποθέωση του κόμματος, των ιδανικών και των συνθημάτων του, ενώ κατανοεί τον πολιτικό της ρόλο ως «υποκινητή» της μαζικής δράσης. Κάθε τέτοια οργάνωση, τόνιζε ο Λαβρόφ, πάσχει από ένα βαθύ και ανυπέρβλητο εσωτερικό διχασμό, ανάμεσα σε μια επιτήδεια ηγεσία, ικανή για οτιδήποτε στο όνομα ενός μεταφυσικού «κομματικού συμφέροντος» και μια αποχαυνωμένη βάση οπαδών. Η επιτηδειότητα των ηγετών εκφράζεται πάντα με την προσπάθεια να αξιοποιήσουν «τη χολή των υποστηρικτών της νέας κοινωνικής τάξης ενάντια στις αδικίες της παλιάς κοινωνίας, υιοθετώντας την αρχή ότι, στον πόλεμο, κάθε μέσο είναι επιτρεπτό. Ανάμεσα σ’ αυτά τα επιτρεπτά μέσα συμπεριλαμβάνουν την εξαπάτηση των συντρόφων τους, την εξαπάτηση του λαού που, παρόλα αυτά, υποστηρίζουν ότι υπηρετούν. Ήταν έτοιμοι να πουν ψέματα σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά με μόνο σκοπό να οργανώσουν ένα επαρκώς ισχυρό κόμμα, λες και ένα ισχυρό κόμμα της κοινωνικής επανάστασης μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς την ειλικρινή αλληλεγγύη των μελών του!… Ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν τους φίλους και συντρόφους τους, να τους μετατρέψουν σε υποχείρια στα σχέδιά τους. Ήταν έτοιμοι να υπερασπιστούν στα λόγια την πιο πλήρη ανεξαρτησία και αυτονομία προσώπων και τάξεων, την ίδια στιγμή που οργανώνουν την πιο ξεδιάντροπη δικτατορία και εκπαιδεύουν τους οπαδούς τους να συμπεριφέρονται υποταχτικά, σαν πρόβατα δίχως σκέψη, λες και η κοινωνική επανάσταση μπορεί να διεξαχθεί από μια ενότητα εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, από μια ομάδα ανθρώπων των οποίων η πράξη είναι σε κάθε στιγμή ένα χαστούκι στο πρόσωπο όλων αυτών που στα λόγια διακηρύχνουν!»[27]. Ο Μαρξ ένιωθε τέτοια απέχθεια για όσες «επαναστατικές οργανώσεις» θεμελίωναν τη δράση τους, τόσο προς τα μέσα, όσο και προς τα έξω, στην αποθέωση του συνωμοτισμού, που θεωρούσε ότι η μόνη δυνατή συνεισφορά τους είναι η αναβίωση της «ιδεολογίας του μαφιόζου» στο εσωτερικό της επανάστασης. Ο Ένγκελς με τη σειρά του συμπλήρωνε ότι η εξύμνηση του συνωμοτισμού και των συνεπειών του «λειτουργεί μονάχα ως μανδύας για να κρύψει την πιο εξόφθαλμη επαναστατική ανικανότητα απέναντι στις κυβερνήσεις, αλλά και τη φιλόδοξη συμπεριφορά κλίκας στο εσωτερικό του επαναστατικού κόμματος.»[28]
Αρκετά χρόνια αργότερα ο Μπουχάριν θέλοντας να απαντήσει στο «μανιφέστο» του πάπα Πίου (Rigasche Rundschau, No 3, 10/2/1930) εναντίον του μπολσεβικισμού, αναφέρεται με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο στους θεωρητικούς των θρησκευτικών ταγμάτων: «Αυτοί οι θεωρητικοί ανέβασαν την ιδεολογία της εκπόρνευσης και της υποταγής δίχως αναστολές, στο ύψος της ανώτατης αρχής. Οικοδόμησαν μια οργάνωση των οποίων τα μέλη θεωρούσαν ως μέγιστη αρετή και ηθικό τους καθήκον την άρνηση των δικών τους αρχών. Έχει ορθά ειπωθεί ότι δεν υπάρχει καμμιά αθλιότητα στον κόσμο για την οποία να μη μπορεί να βρεθεί κάποια ιδεολογική δικαίωση. Ο ηγεμόνας των ιησουϊτών, ο Λογιόλα, ανέπτυξε μια ολόκληρη θεωρία υποταγής, μιας «πτωματώδους πειθαρχίας», όπου το κάθε μέλος του τάγματος θα έπρεπε να υπακούει τον ανώτερό του «όπως ένα πτώμα που μπορεί να γυρίσει προς όλες τις κατευθύνσεις», όπως ένα ραβδί που ακολουθεί κάθε κίνηση, όπως μία μπάλα από κερί που μπορεί να πλαστεί και να εκταθεί προς κάθε κατεύθυνση… Αυτό το πτώμα χαρακτηρίζεται από τρεις βαθμούς τελειότητας: υποταγή της πράξης, υποταγή της θέλησης, υποταγή της σκέψης. Όταν ο τελευταίος βαθμός έχει κατακτηθεί, όταν ο άνθρωπος υποκαθιστά τη νοημοσύνη με την τέλεια υποταγή, απαρνούμενος όλες τις πεποιθήσεις του, τότε έχεις έναν εκατό τα εκατό Ιησουίτη… Δεν πρέπει να αναρωτιέται κανείς γιατί κάτω από την κυριαρχία μιας τέτοιας «εκπόρνευσης αρχών» η εξαπάτηση, η παραπλάνηση, η κοροϊδία, η χρήση του στιλέτου, το δηλητήριο, η δολιότητα, το εκλεπτυσμένο σύστημα ψεύδους που αποκαλείται σοφιστική, τα σαδιστικά βασανιστήρια στις ακροάσεις, η διπλοπροσωπία – όλα αυτά και άλλα πολλά ανθοφόρησαν με τέτοια αφθονία στους αμπελώνες του Κυρίου. Αυτή την πνευματική πορνεία, αυτή την ιδεολογία των δόλιων καστράτων και των ομοφυλόφιλων, αυτή τη βρωμιά, εσείς, Άγιε Πίο, αποκαλείται “πολιτισμό”;»[29]
Δεν γνωρίζουμε αν ο Μπουχάριν, όταν ορθά απέδιδε με τόσο μελανά χρώματα την εσωτερική λογική των θρησκευτικών ταγμάτων, είχε στο νου του και το ανερχόμενο καθεστώτος ιησουίτικης πειθαρχίας μέσα στο ίδιο το ΚΚΣΕ την εποχή αυτή. Το σίγουρο είναι ότι καμμιά οργάνωση τύπου «θρησκευτικού τάγματος», κανενός είδους κόμμα δεν μπορεί να αποφύγει τον ίδιο απόλυτο εκφυλισμό, την ίδια πρόστυχη κατάληξη, ότι κι αν επικαλείται, όσο «αγνά» κι αν είναι τα αρχικά της κίνητρα, οιονδήποτε «ανώτερο σκοπό» κι αν υπηρετεί, όποιο χρώμα κι αν έχουν τα λάβαρά της.
Όταν ο Ένγκελς κλήθηκε το 1884 να γράψει τις αναμνήσεις του σχετικά με την Νέα Εφημερίδα του Ρήνου, την εφημερίδα που ίδρυσαν μαζί με τον Μαρξ και έπαιξε κορυφαίο ρόλο στο δημοκρατικό κίνημα που είχε ξεσπάσει τότε, ανάμεσα στα άλλα σημείωνε:
«Η γερμανική αστική τάξη, η οποία είχε μόλις αρχίσει να δημιουργεί την μεγάλης κλίμακας βιομηχανία της, δεν είχε ούτε τη δύναμη ούτε το θάρρος να κερδίσει για τον εαυτό της άνευ όρων κυριαρχία στο κράτος, ούτε υπήρχε επιτακτική ανάγκη για να το πράξει. Το προλεταριάτο, υπανάπτυκτο σε ίσο βαθμό, έχοντας μεγαλώσει σε πλήρη πνευματική υποδούλωση, όντας ανοργάνωτο και χωρίς καν να είναι σε θέση για ανεξάρτητη οργάνωση, κατείχε μόνο μια αόριστη αίσθηση της βαθιάς σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ του ιδίου και της αστικής τάξης. Συνεπώς, αν και στην πραγματικότητα θανάσιμος εχθρός της τελευταίας, παρέμεινε, από την άλλη πλευρά, η πολιτική της απόφυση. Τρομαγμένη όχι από ό, τι το γερμανικό προλεταριάτο ήταν, αλλά από ό, τι απειλεί να γίνει και από το τι ήταν ήδη το γαλλικό προλεταριάτο, η αστική τάξη είδε ως μόνη σωτηρία της κάποιο συμβιβασμό, ακόμη και τον πιο δειλό, με τη μοναρχία και τους ευγενείς. Καθώς το προλεταριάτο αγνοούσε ακόμη τον δικό του ιστορικό ρόλο, το μεγαλύτερο μέρος του είχε, στην αρχή, να αναλάβει το ρόλο του μοχλού πίεσης προς τα εμπρός, δηλαδή την ακραία αριστερή πτέρυγα της αστικής τάξης. Οι Γερμανοί εργάτες έπρεπε πάνω απ ‘όλα για να κερδίσουν αυτά τα δικαιώματα τα οποία ήταν απαραίτητα για την ανεξάρτητη οργάνωσή τους ως ένα ταξικό κόμμα: την ελευθερία του Τύπου, του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι – δικαιώματα τα οποία η αστική τάξη, προς το συμφέρον της δικής της εξουσίας θα έπρεπε να είχε αγωνιστεί, αλλά που η ίδια με το φόβο της άρχισε τώρα να αμφισβητεί όταν αφορούσαν στους εργαζομένους. Τα μερικές εκατοντάδες διάσπαρτα μέλη της Ένωσης [των Κομμουνιστών] εξαφανίστηκαν μέσα στην τεράστια μάζα που ξαφνικά πέταξαν είχαν έρθει στο κίνημα. Έτσι, το γερμανικό προλεταριάτο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην πολιτική σκηνή ως ένα ακραίο δημοκρατικό κόμμα. Με αυτόν τον τρόπο, όταν ιδρύσαμε μια μεγάλη εφημερίδα στη Γερμανία, το λάβαρό μας καθορίστηκε αυτονόητα. Δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά μόνο εκείνο της δημοκρατίας, αλλά μιας δημοκρατίας η οποία τονίζεται παντού σε κάθε σημείο ο ειδικός προλεταριακός χαρακτήρας τον οποίο δεν θα μπορούσε να εγγράψει ακόμα μια για πάντα στο λάβαρό της. Αν δεν θέλαμε να το κάνουμε, αν δεν θέλαμε να αναλάβουμε το κίνημα, να μείνουμε σ’ αυτό που ήδη υπάρχει, στην πιο προηγμένη, πραγματικά προλεταριακή πλευρά και να το προχωρήσουμε περαιτέρω, τότε δεν έμενε τίποτα άλλο να κάνουμε, εκτός από το να κηρύττουμε τον κομμουνισμό σε ένα μικρό επαρχιακό φύλλο και να ιδρύσουμε μια μικρή αίρεση αντί για ένα μεγάλο κόμμα της δράσης. Αλλά είχαμε ήδη καλομάθει για παίξουμε τον ρόλο του ιεροκήρυκα στην έρημο. Είχαμε μελετήσει τους ουτοπιστές πάρα πολύ καλά και ούτε είχαμε συντάξει το πρόγραμμά μας για τον σκοπό αυτό.»[30]
Κομμουνιστής κατά τον Ένγκελς δεν είναι εκείνος που προτιμά να στήνει σέχτες, ή αιρέσεις ομοϊδεατών, οι οποίοι ικανοποιούνται με την ιδεολογική καθαρότητα του προγράμματός τους, ή των θεωρητικών τους αναζητήσεων. Αυτές οι λογικές ανήκουν μόνο σ’ εκείνους που προτιμούν να κάνουν κηρύγματα στην έρημο, που νιώθουν ασφάλεια στην κλειστή ομάδα των «δικών τους» μακριά από τις δοκιμασίες της αληθινής ζωής του κινήματος. Κομμουνιστής είναι αυτός που λειτουργεί καταλυτικά στον ήδη υπάρχων, στο υφιστάμενο κίνημα της μάζας, του λαού, των εργαζομένων στη βάση των πιο άμεσων καθηκόντων και αιτημάτων που η ίδια η κατάσταση των λαϊκών και εργαζόμενων στρωμάτων αναδεικνύει αντικειμενικά. Όπως για τον Ένγκελς και τον Μαρξ την εποχή εκείνη ήταν αυτονόητο ότι θα λειτουργούσαν μέσα στο δημοκρατικό κίνημα και ότι η δημοκρατία στην ανώτερή της μορφή, που εξασφαλίζει πλήρως τα δικαιώματα του εργαζόμενου λαού και την κυριαρχία του, θα αποτελούσε το άμεσο πρόγραμμά τους, έτσι και σήμερα.
Για τους κομμουνιστές που αντλούν την συγκρότησή τους και την ιδεολογία τους από τους κλασικούς του επιστημονικού σοσιαλισμού, δεν θα μπορούσαν παρά να παλεύουν για ένα αληθινά παλλαϊκό κίνημα στην βάση ενός πατριωτισμού που διεκδικεί την χώρα, την Ελλάδα για τον λαό της. Και παλλαϊκό κίνημα, για να θυμηθούμε τον Λένιν, «δεν πρέπει να εννοούμε καθόλου ένα κίνημα που – στις συνθήκες της αστικοδημοκρατικής επανάστασης – θα είναι αλληλέγγυα μ’ αυτό ολόκληρη η αστική τάξη, ή έστω και η φιλελεύθερη αστική τάξη. Έτσι βλέπουν το ζήτημα μόνο οι οπορτουνιστές. Όχι. Παλλαϊκό είναι το κίνημα που εκφράζει τις αντικειμενικές ανάγκες όλης της χώρας και κατευθύνει όλα τα σκληρά χτυπήματά του ενάντια στις κεντρικές δυνάμεις του εχθρού, ο οποίος εμποδίζει την ανάπτυξη της χώρας. Παλλαϊκό, είναι το κίνημα που το υποστηρίζει η συμπάθεια της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού[31]
Όπως την εποχή του ΕΑΜ δεν μπορούσε να νοηθεί, ούτε μπορούσε να υπάρχει κομμουνιστής έξω από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, έτσι και σήμερα δεν μπορεί να νοηθεί, ή να υπάρξει κομμουνιστής έξω από την προσπάθεια να ενωθεί ο λαός και να οργανωθεί για το κορυφαίο εθνικό του καθήκον, την κατάκτηση της εξουσίας από τον ίδιο τον λαό με όρους εθνικής ανεξαρτησίας, αυτοδιάθεσης και κυριαρχίας. Όπως την εποχή που αναφέρει ο Ένγκελς, ο κομμουνιστής έπρεπε να αποδείξει την χρησιμότητά του στο πραγματικό προλεταριάτο κι όχι σ’ αυτό που είχε στο κεφάλι του, μέσα από την συνεισφορά του στον αγώνα για την δημοκρατία, αποδεικνύοντας δηλαδή πόσο βαθιά δημοκράτης είναι για τον εαυτό του, το κίνημα και την κοινωνία, έτσι και σήμερα. Ο κομμουνιστής σήμερα πρέπει να αποδείξει στον ίδιο τον λαό ότι είναι ο πιο δημοκράτης απ’ όλους και ο πιο πατριώτης απ’ όλους παλεύοντας χωρίς ανταλλάγματα, ή προϋποθέσεις για την εθνική και δημοκρατική αναγέννηση του λαού και της χώρας από την τυραννία και το σημερινό καθεστώς κατοχής.
Γι’ αυτό είναι κομμουνιστής, για να είναι άμεσα και πρακτικά χρήσιμος στον λαό του όταν αυτός ο τελευταίος τον έχει ανάγκη. Και τότε ο κομμουνιστής οφείλει να ανταποκριθεί χωρίς κανένα ενδοιασμό, χωρίς να βάζει το δικό του συμφέρον, ή την δική του ιδεολογική καθαρότητα πάνω από τις ανάγκες και τις πεποιθήσεις του ίδιου του λαού. Σ’ αυτό ακριβώς διαφέρει ο κομμουνιστής από οποιονδήποτε άλλο αγωνιστή. Είναι ταγμένος αδιαφιλονίκητα στην υπηρεσία του λαού του με τον πιο άδολο και ανυπόκριτο τρόπο χωρίς να προσδοκά σε κανενός είδους ανταμοιβή. Απ’ εκεί πηγάζει το αίσθημα αυτοθυσίας που τον διακρίνει και όχι από μια θεολογική προσήλωση σε ιδεολογίες και θέσφατα της θεωρίας.
Ο κομμουνιστής, καθώς οι πεποιθήσεις του βασίζονται σε μια βαθιά γνώση της ιστορικής εξέλιξης, γνωρίζει πολύ καλά ότι η κοινωνία δεν εκβιάζεται, ούτε θέτει στόχους που δεν είναι έτοιμη αντικειμενικά και υποκειμενικά να τους κατακτήσει. Κι επομένως δεν έχει κανένα άγχος να προσηλυτίσει κανέναν στην ιδεολογία του. Δεν είναι ιεροκήκυρας, ούτε ιησουίτης. Δεν νοιάζεται για οπαδούς, ούτε για πιστούς. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να βγει μπροστά ο λαός, οι εργαζόμενοι, οι καταπιεσμένοι. Όχι με τους δικούς του ιδιοτελείς όρους ιδεολογίας και πολιτικής, αλλά με τους όρους που κατανοεί και επιλέγει ο ίδιος ο λαός.
Ο αληθινός κομμουνιστής σήμερα – τουλάχιστον εκείνος με την έννοια που του έδιναν οι ιδρυτές του επιστημονικού κομμουνισμού – δεν θα τον βρεις στα διάφορα κομματικά σουαρέ της αριστεράς. Δεν πρόκειται να τον βρεις μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ να αποδέχεται την δική του προσωπική ταπείνωση και την μετατροπή του σε κοινό χούλιγκαν, υπό την δικτατορία της πιο ανάξιας και ύποπτης ηγεσίας που έχει υπάρξει σ’ ολόκληρη την ιστορία αυτού του κόμματος. Δεν πρόκειται να τον βρεις σε ομάδες και ομίλους θεωρητικής ενόρασης. Ο κομμουνιστής, ο αληθινός κομμουνιστής γνωρίζει πολύ καλά πώς η θεωρία που θεμελιώνεται στην επιστήμη γεννιέται μέσα από την ταξική πάλη, μέσα από την άμεση εμπλοκή σ’ αυτήν. Δεν υπάρχει θεωρία που να υπηρετεί την επιστήμη της ταξικής πάλης, η οποία μπορεί να γεννηθεί στα θεωρία ή στις κερκίδες από απλούς θεατές των εξελίξεων.
Τον αληθινό κομμουνιστή σήμερα θα τον βρεις μέσα στην καρδιά της μάχης, στον αγώνα των κινημάτων αυτοοργάνωσης του λαού και προπαντός μέσα στα μέτωπα λαϊκής και εθνικής ενότητας – όπως είναι σήμερα μόνο το ΕΠΑΜ – στην ίδια την πάλη για την δημοκρατία. Ο αληθινός κομμουνιστής δεν είναι ιεροκήρυκας, ούτε ιερομάντης για να τον νοιάζει ο προσηλυτισμός στο δικό του δόγμα. Παλεύει για να υπάρξει αληθινή δημοκρατία όπου ο λαός να εκφράζεται και να δρα απολύτως ελεύθερα. Παλεύει για την ελευθερία του ίδιου του λαού να καθορίζει ο ίδιος τις τύχες του και όχι κάποιος «πατερούλης» στο όνομά του. Κι αν δεν αποδείξει στα μάτια του ίδιου του λαού, στην ίδια την πράξη – ακόμη και με την ζωή του αν χρειαστεί – ότι είναι ο πιο συνεπής δημοκράτης που μπορεί να υπάρξει και στην ώρα του εθνικού κινδύνου είναι ο πιο συνεπής και αδάμαστος πατριώτης με την πιο μεστή λαϊκή έννοια που υπάρχει, τότε οφείλει να χαθεί μια για πάντα από το ιστορικό προσκήνιο. Να ποιος είναι ο αληθινός κομμουνιστής σήμερα.
Μόνο έτσι μπορεί να ξαναποκτήσει αληθινό νόημα, όχι για μια δράκα μυημένων επιπέδου μασονικής στοάς, αλλά μέσα στον ίδιο τον λαό ευρύτερα και πιο ειδικά στους εργαζόμενους, ή τόσο κατασυκοφαντημένη και απαξιωμένη ιστορική έννοια του κόμματος της εργατικής τάξης. Όλοι οι άλλοι που αυτολανσάρονται ως καθαρόαιμοι κομμουνιστές, ακόμη κι αν προσεύχονται στον Μαρξ ή στον Λένιν, δεν ανήκουν παρά στην θεολογική παράδοση του κομμουνισμού που όταν επιβλήθηκε στην κοινωνία δυστυχώς γέννησε τέρατα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου