Άγγελος Αγγελόπουλος |
γράφει ο Άγγελος Αγγελόπουλος
«...Το μέγιστο μέρος των εξωτερικών δανείων εχρισιμοποιήθη δια τας πολεμικάς δαπάνας και ελάχιστον δια παραγωγικούς σκοπούς και δεύτερον ότι οι όροι της εκδόσεων των υπήρξαν τρομερά δυσμενείς. Τα εξωτερικά δάνεια συνήφθησαν κατά την πρώτην περίοδον, δηλαδή από την επανάστασιν του 1821 ως την πτώχευση του 1893, εγένοντο δε υπό όρους καταθλιπτικούς δια το Ελληνικόν Δημόσιον. Η τιμή εκδόσεως ήτο κατά μέσον όρον 35% της ονομαστικής αξίας. Τα συναφθέντα μεταγενεστέρως δάνεια εγένοντο υπό ευνοικοτέρους όρους, αλλά συνολικά, ημπορεί να λεχθή, ότι καμμία άλλη Χώρα δεν έτυχεν τόσον βαρείας μεταχειρίσεως εκ μέρους των ξένων δανειστών (υψηλοί τόκοι, επεμβάσεις στα εσωτερικά διεθνής οικονομικός έλεγχος, εταιρεία υπεγγύων προσόδων κτλ). Δια να λάβη κανείς μια γενική ιδέα της επιβαρύνσεως της Ελλάδος αναφέρω εδώ δύο χαρακτηριστικούς αριθμούς.
Τα ποσά, τα οποία πραγματικά εισέπραξε η Ελλάς από τα εξωτερικά δάνεια από την επανάσταση του 1821 μέχρι του 1932,
οπότε και σταμάτησε ο εξωτερικός δανεισμός, ανήλθον εις 2,2 εκατομύρια χρυσά φράγκα. Δια τα δάνεια αυτά ο προυπολογισμός κατέβαλλε δια τόκους και χρεωλύσια μέχρι των παραμονών του πολέμου (σημ Φιλίστωρος: εννοεί τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο) 2,383 εκατομύρια χρυσά φράγκα, δηλαδή 183 εκατομύρια φράγκα περισσότερα από εκείνα που εισέπραξε. Εν τούτοις την 31ην Μαρτιου 1932 εποχήν που σταμάτησεν ο δανεισμός, το ποσόν του χρέους που ώφειλεν η Ελλάς ανήρχετο πάλιν εις 2 δισεκατομμύρια χρυσά φράγκα, η δια την ακρίβειαν 1,963 εκατομ φράγκα σύμφωνα με την τότε ισοτιμίαν. Το πράγμα φαίνεται απίστευτον και όμως είναι αληθές. Και σημαίνει πολλά.
Σημαίνει πρωτίστως ότι η Ελλάς ανταπεκρίθη δια των ιδίων της δυνάμεων εις τας τεραστίας ανάγκας που αντιμετώπισε κατά τα 125 χρόνια του ελευθέρου της βίου. Σημαίνει ακόμη ότι ο εξωτερικός δανεισμός δεν ήτο παρά το πρόσχημα κερδοσκοπίας του ξένου κεφαλαίου, που η εισροή του εις την Χώραν, ήτο σχεδόν ίση με την εκροήν που εγένετο την αυτήν περίοδον δια την εξυπηρέτησην παλαιοτέρων δανείων. Σημαίνει τέλος πως η πτωχή Ελλάς εξώφλησεν εις το ακέραιον τα ξένα κεφάλαια που εδανείσθη. Και τα ποσά που παρουσιάζονται σήμερα (1961) ως οφειλή, δεν αποτελούν παρά τους υπερβολικούς τόκους την υπό το άρτιον έκδοσιν και τα
Γελιογραφία για την Βενιζελική χρεοκοπία του 1932 |
Δεύτερον, η ρύθμισις του εξωτερικού χρέους πρέπει απαραιτήτως να συγχρονισθή με την ρύθμισιν των "πιστώσεων" τας οποίας η Ελλάς υπεχρεώθη να καταβάλη εις τους Γερμανούς και τους Ιταλούς κατά την διάρκειαν της Κατοχής εκ του υστερήματος του λαού της, ο οποίος απεγυμνώθη παντός εις δραχμάς περιουσιακού στοιχείου, συνεπεία ενός άνευ προηγουμένου προμελετημένου πληθωρισμού. Ούτω, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, εκτός από τα "έξοδα Κατοχής" που μόνοι τους αυθαιρέτως καθόριζον, ελάμβανον δια μέσου της Τραπέζης της Ελλάδος και "πιστώσεις" δια τας ανάγκας, όχι μόνομ των εν Ελλάδι στρατευμάτων των, αλλά και των εις την βόρειον Αφρικήν ευρισκομένων. Ο τρόπος της πληρωμής των εν λόγω πιστώσεων ερρυθμίσθη δια της Συμφωνίας της Ρώμης (14 Μαρτίου 1942) η οποία ανεκοινώθηεις την τότε κυβέρνησιν των αθηνών από τον πληρεξούσιο της γερμανίας στην Ελλάδα Άλτενμπουργκ. Συμφώνως με το άρθρο 3 της συμφωνίας αυτής, "η Γερμανική και Ιταλική κυβέρνησις θα εχρεώνοντο εις ατόκους λογαριασμούς δια τα πέραν των εξόδων κατοχής λαμβανόμενα ποσά". Η διάταξις αυτή είναι σαφής και ομιλεί περί χρέους της Γερμανίας και της Ιταλίας προς την Ελλάδα. Το δε άρθρον 4 καθώριζεν ότι "η οριστική ρύθμισις των καταβολών της Ελληνικής κυβερνήσεως θα λάβη χώραν αργότερον".
Αι κατ΄αυτόν τον τρόπον χορηγηθείσαι πιστώσεις μέχρι τέλους της Κατοχής, υπολογιζόμεναι εις σταθερόν νόμισμα, ανήλθον εις 210 εκατομμύρια δολλάρια. Εις το ποσόν αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται αι αγοραί των προιόντων εγχωρίας παραγωγής, που έγιναν απ΄ευθείας από τας στρατιωτικάς αρχάς και των οποίων η αξία υπολογίζεται εις 58 εκατομμύρια δολλάρια...»
Πηγή: Άγγελος Αγγελόπουλος, Οικονομικά, τόμος Α΄, εκδόσεις Παπαζήση.
http://kapodistriako.uoa.gr/
Επίμετρον
Ποιός ήταν ο Άγγελος Αγγελόπουλος;
O Άγγελος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στο Βλαχοράφτη της Αρκαδίας το 1904. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Oικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών, απ' όπου έλαβε το 1926 το πτυχίο του με άριστα. Το επόμενο έτος ανακηρύχθηκε αριστούχος διδάκτωρ της ιδίας Σχολής. Το 1929, έλαβε από το Πανεπιστήμιο της Λειψίας τον τίτλο του διδάκτορος των Πολιτικών Επιστημών και στη συνέχεια συμπλήρωσε τις σπουδές του σε Πανεπιστήμια των Παρισίων και Πουατιέ. Το 1932, εξελέγη Υφηγητής της Δημόσιας Oικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το ίδιο έτος τοποθετήθηκε Oικονομικός Επιθεωρητής στο Υπουργείο Oικονομικών και ακολούθως Διευθυντής του Ανωτάτου Oικονομικού Συμβουλίου. Το 1937 έγινε έκτακτος Καθηγητής και το επόμενο έτος τακτικός Καθηγητής της Δημόσιας Oικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διαδεχόμενος τον Καθηγητή Ανδρέα Ανδρεάδη, που είχε αποχωρήσει το 1934, για λόγους υγείας. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος του "εναρκτήριου" μαθήματος που ανέπτυξε στις 3/2/1938 στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών "Η Oικονομική και Κοινωνική Αποστολή της Δημοσιονομικής Πολιτικής".
Η γερμανική κατοχή τον αναγκάζει να διακόψει την πανεπιστημιακή του καριέρα. Προσχωρεί στην Εθνική Αντίσταση, συμμετέχει στην "Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Π.Ε.Ε.Α.)" και γίνεται Γραμματέας των Oικονομικών στην Κυβέρνηση της Π.Ε.Ε.Α., της οποίας Πρόεδρος ήταν ο επίσης Καθηγητής της Νομικής Σχολής, Αλέξανδρος Σβώλος. Μετά τη Συμφωνία του Λιβάνου του 1944 γίνεται Υφυπουργός Εθνικής Oικονομίας στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου, απ' όπου παραιτήθηκε την 1/12/1944, αφού απέτυχαν οι προσπάθειές του, καθώς και άλλων συναδέλφων του, ν' αποτρέψει, την ταραγμένη εκείνη εποχή, την πορεία προς τη μεγάλη τραγωδία της εμφύλιας σύγκρουσης. Τον Νοέμβριο του 1946 ίδρυσε το περιοδικό "Νέα Oικονομία", που λειτούργησε ως βήμα νέων επιστημόνων και έπαιξε σημαντικό ρόλο για την ανάλυση των κοινωνικών προβλημάτων του Τόπου και τη διακίνηση ιδεών. Το 1947, επειδή απομακρύνθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναχωρεί στην Ελβετία, όπου συνεχίζει τη συγγραφική του δραστηριότητα και διδάσκει σε διάφορα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια.
Το 1959 εγκαταστάθηκε πάλι στην Ελλάδα και ίδρυσε την "Ελληνική Εταιρεία Προγραμματισμού", της οποίας υπήρξε Πρόεδρος ως το 1967, εταιρεία που ανέπτυξε σημαντική επιστημονική δραστηριότητα και μεταξύ των άλλων κατήρτισε το "Πρώτο Δεκαετές Oικονομικό Πρόγραμμα της Ελλάδος (1961-1970)". Το 1961 εξελέγη τακτικός Καθηγητής της Εφαρμοσμένης Oικονομικής στην Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών, στην οποία εξελέγη και Πρύτανης για το ακαδ. έτος 1967-1968, αλλά με το Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του, ενώ διέκοψε και την έκδοση του περιοδικού "Νέα Oικονομία". Το 1974, μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, ανέλαβε Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, θέση που διατήρησε ως το 1979. Το 1975 η Ακαδημία Αθηνών τον εξέλεξε τακτικό μέλος της. Το 1990 συμμετείχε ως Πρόεδρος στην Επιτροπή που συγκροτήθηκε από τον τότε Πρωθυπουργό Καθηγητή Ξ. Ζολώτα και κατήρτισε τη γνωστή Έκθεση για τη "Σταθεροποίηση και Ανάπτυξη της Ελληνικής Oικονομίας", η οποία, όπως και άλλες Εκθέσεις, Μελέτες και Προτάσεις του, αν τύχαινε της πρέπουσας εφαρμογής, πολλά θα ήταν ίσως διαφορετικά. Απεβίωσε το 1995 στην Αθήνα. O Αγγελόπουλος ασχολήθηκε συστηματικά με την καλλιέργεια της Oικονομικής Επιστήμης, συμβάλλοντας στα γνωστικά αντικείμενα της Oικονομικής Θεωρίας και Oικονομικής Πολιτικής.
O Καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος, ένας οικονομολόγος - διανοούμενος με παγκόσμια ακτινοβολία, εκτός από το πλούσιο ερευνητικό - συγγραφικό έργο που άφησε, δίδαξε στάση ζωής, δίδαξε κυρίως πώς ένας άνθρωπος της επιστήμης αφιερώνει τη ζωή του στο να προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην πατρίδα, στη δημοκρατία και στην κοινωνία της Χώρας του.
Πηγή: Θέματα Ελληνικής Ιστορίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου